Τι σημαίνει το strike στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης strike στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του strike στο Αγγλικά.
Η λέξη strike στο Αγγλικά σημαίνει απεργία, χτυπώ, χτυπώ, πλήττω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, διαγράφω, σβήνω, χτύπημα, επίθεση, στράικ, στράικ, χτύπημα, παράπτωμα, δίνω σε κπ την εντύπωση του, επιτίθεμαι, απεργώ, δαγκώνω, ανάβω, φτάνω, καταλήγω, πέφτω, πέφτω, βρίσκω, εκπλήσσω, διαγράφω, ξεστήνω τα σκηνικά, δίνω την εντύπωση, καρφώνω, γεμίζω, αντεπιτίθεμαι, εκδικούμαι, αντεκδικούμαι, ανταποδίδω, ακυρώνω, σβήνω, διαγράφω, ανακαλύπτω, τραβάω γραμμή, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, χτυπώ, βγάζω έξω από το γήπεδο με τρία χτυπήματα, αποβάλλομαι από το παιχνίδι μετά από τρία αποτυχημένα χτυπήματα της μπάλας που ρίχνει ο πίτσερ, είμαι χαμένος από χέρι, διαγράφω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω να παίζω, αεροπορική επίθεση, απεργία αεροπορικών εταιριών, γενική απεργία, κάνω απεργία, θίγω ένα ευαίσθητο ζήτημα, απεργία πείνας, κάνω απεργία πείνας, εργατική απεργία, πτώση κεραυνού, ξαφνική απεργία, χτυπώ φλέβα χρυσού, καλή τύχη, σε απεργία, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση, βρίσκω τη χρυσή τομή, κάνω μια συμφωνία, καταφέρω ένα πλήγμα σε κπ/κτ, υποστηρίζω, χτυπάω, χτυπώ, αγγίζω μια ευαίσθητη χορδή, ποζάρω, σκοτώνω, ρίχνω κπ κάτω, είμαι τυχερός, πιάνω την καλή, χτυπάω φλέβα χρυσού, τιμή άσκησης, πιάνω κουβέντα, ανοίγω κουβέντα, ξεκινώ, απεργοσπάστης, σπάσιμο απεργίας, απεργία, στάση εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης strike
απεργίαnoun (work stoppage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The union called a strike for Friday. Η συντεχνία προκήρυξε απεργία την Παρασκευή. |
χτυπώtransitive verb (hit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The boxer struck his opponent. Ο πυγμάχος κατέφερε ένα χτύπημα στον αντίπαλό του. |
χτυπώtransitive verb (hit: a target) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The arrow struck its target. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα εχθρικά πυρά έπληξαν καίριους στόχους στην πόλη. |
πλήττωtransitive verb (attack, hit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The hurricane struck us without warning. |
χτυπάω, χτυπώtransitive verb (crash into) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The car struck the guardrail. Tο αυτοκίνητο προσέκρουσε στο προστατευτικό κηγκλίδωμα. |
χτυπάω, χτυπώtransitive verb (clock: sound) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The clock struck ten. Το ρολόι σήμανε δέκα. |
χτυπάω, χτυπώtransitive verb (lightning: hit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lightning struck the old tree during the storm. Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας ένας κεραυνός χτύπησε το γέρικο δέντρο. |
διαγράφω, σβήνω(text: delete from [sth]) (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Strike that sentence from your article. |
χτύπημαnoun (sound from hitting) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Can you hear the strike of the clock? |
επίθεσηnoun (attack) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The military strike killed three people. |
στράικnoun (baseball: miss) (μπέιζμπολ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Three strikes and you're out. |
στράικnoun (bowling: knocking over all pins) (μπόουλινγκ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I had three strikes in the game. |
χτύπημαnoun (instance of [sth] striking) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lightning strikes are reported in the area. |
παράπτωμαnoun (unfavorable mark) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The judge reminded the defendant that this was his second strike. |
δίνω σε κπ την εντύπωση τουverbal expression (give the impression) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Greg's story strikes me as an exaggeration. |
επιτίθεμαιintransitive verb (attack) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The army struck in the middle of the night. The bank robbers have struck again. |
απεργώintransitive verb (stop work in protest) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The workers all decided to strike after their boss refused to negotiate salaries. |
δαγκώνωtransitive verb (bite) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The snake struck his leg without warning. |
ανάβωtransitive verb (match: light) (σπίρτο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) To light the candles, first you need to strike a match. |
φτάνω, καταλήγωtransitive verb (accord: reach) (σε συμφωνία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The two parties finally struck an agreement. |
πέφτωtransitive verb (fall on) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When light strikes an object, the wavelengths it reflects determine what colour that object will appear. |
πέφτωtransitive verb (fall upon) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The egg broke when it struck the floor. |
βρίσκωtransitive verb (locate by mining) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The town grew after somebody struck gold there. |
εκπλήσσωtransitive verb (surprise) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He was struck by the news of his cousin's death. |
διαγράφωtransitive verb (text: put a line through) (με μια γραμμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Strike all of the lines in the second paragraph. |
ξεστήνω τα σκηνικάtransitive verb (theater, film: dismantle set) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίνω την εντύπωση(give the impression) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His attitude really struck me as strange. |
καρφώνω(thrust) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The camper struck his pole into the ground. |
γεμίζω(instil) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It struck terror into their hearts. Γέμισε με τρόμο τις καρδιές τους. |
αντεπιτίθεμαι, εκδικούμαι, αντεκδικούμαι, ανταποδίδωphrasal verb, intransitive (retaliate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you wrong her, she may strike back. Αν την αδικήσεις, μπορεί να σε εκδικηθεί. |
ακυρώνωphrasal verb, transitive, separable (law, ruling: invalidate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The Supreme Court struck down state segregation laws. |
σβήνω, διαγράφωphrasal verb, transitive, separable (delete, remove: from a list) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I don't like them any more, strike them off the party list. |
ανακαλύπτωphrasal verb, transitive, inseparable (suddenly have an idea) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τραβάω γραμμήphrasal verb, transitive, separable (put a line through) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιτίθεμαι σε κτ/κπ(hit, attack) A coiled snake will strike out at anything that threatens it. Τα κουλουριασμένα φίδια επιτίθενται σε οτιδήποτε τα απειλεί. |
χτυπώ(figurative (criticize) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When he was a candidate for mayor, Bob would strike out at all his opponents. Ως υποψήφιος για δήμαρχος, ο Μπομπ χτύπησε όλους τους αντιπάλους του. |
βγάζω έξω από το γήπεδο με τρία χτυπήματαphrasal verb, transitive, separable (baseball: put out with three strikes) (μπέιζμπολ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The pitcher struck out the first two batters, but the third hit a home run. |
αποβάλλομαι από το παιχνίδι μετά από τρία αποτυχημένα χτυπήματα της μπάλας που ρίχνει ο πίτσερphrasal verb, intransitive (baseball: be struck out) (μπέιζμπολ: μπάτερ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
είμαι χαμένος από χέριphrasal verb, intransitive (informal (fail) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ben really wanted that job, but it looks like he's struck out; he sent the applications ages ago and hasn't heard back yet. Ο Μπεν πραγματικά ήθελε εκείνη τη δουλειά, αλλά φαίνεται ότι είναι χαμένος από χέρι. Έστειλε αιτήσεις πριν από πάρα πολύ καιρό και δεν είχε κανένα νέο ακόμη. |
διαγράφωphrasal verb, transitive, separable (cross out) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He struck through the irrelevant sentences. |
ξεκινάω, ξεκινώphrasal verb, transitive, inseparable (initiate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) During our visit to Africa I struck up a friendship with our guide. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στην Αφρική έπιασα φιλία με τον ξεναγό μας. |
αρχίζω να παίζωphrasal verb, transitive, inseparable (begin to play: music) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The orchestra struck up a cheerful waltz. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα χαρούμενο βαλς. |
αεροπορική επίθεσηnoun (military: aerial attack) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The military conducted an air strike on the enemy base. |
απεργία αεροπορικών εταιριώνnoun (airline work stoppage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γενική απεργίαnoun (mass work stoppage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A true general strike could easily topple a government. The general strike was very impressive: practically no-one in the whole city went to work that day. Μια γενική απεργία θα μπορούσε εύκολα να ρίξει την κυβέρνηση. Η γενική απεργία ήταν πολύ εντυπωσιακή: ουσιαστικά κανένας σε όλη την πόλη δεν πήγε στη δουλειά εκείνη την ημέρα. |
κάνω απεργίαverbal expression (stop work) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The workers went on strike to protest against a decrease in their wages. |
θίγω ένα ευαίσθητο ζήτημαverbal expression (figurative (raise a sensitive issue) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απεργία πείναςnoun (refusal to eat as a protest) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The suffragettes used hunger strikes as a political tool. |
κάνω απεργία πείναςintransitive verb (refuse to eat as a protest) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργατική απεργίαnoun (work stoppage) Production at the car factory was brought to a standstill by the labor strike. |
πτώση κεραυνούnoun (instance of lightning hitting [sth]) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ξαφνική απεργίαnoun (UK (sudden work stoppage as protest) |
χτυπώ φλέβα χρυσούnoun (when miners find gold) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The miners had a lucky strike when they found gold. |
καλή τύχηnoun (having good fortune) Steve had a lucky strike when he won the lottery. |
σε απεργίαadverb (refusing to work in protest) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The workers are on strike until management agrees to give them a raise. |
βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάστασηverbal expression (compromise) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Which is more important, productivity or quality? It's a question of striking a balance. |
βρίσκω τη χρυσή τομήverbal expression (find compromise between) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You need to strike a happy balance between video games and homework. |
κάνω μια συμφωνίαverbal expression (make a deal, agree to terms) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταφέρω ένα πλήγμα σε κπ/κτverbal expression (deal [sb/sth] a serious setback) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υποστηρίζωverbal expression (do [sth] to support [sth/sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χτυπάω, χτυπώverbal expression (hit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The baseball struck his head a glancing blow. |
αγγίζω μια ευαίσθητη χορδήverbal expression (figurative (resonate with [sb]'s feelings) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) His speech struck a chord with unemployed voters. |
ποζάρωverbal expression (pose) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκοτώνω(literary, figurative (afflict, kill) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He was struck down tragically in the prime of life. |
ρίχνω κπ κάτω(person: knock to ground) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A soldier struck Aelfric down with his sword. |
είμαι τυχερόςverbal expression (informal, UK (have good fortune) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
πιάνω την καλή, χτυπάω φλέβα χρυσούverbal expression (informal (suddenly become wealthy) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τιμή άσκησηςnoun (finance: fixed price) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πιάνω κουβέντα, ανοίγω κουβένταverbal expression (start talking to [sb]) (με κάποιον, σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκινώverbal expression (figurative (make [sth] begin) (τη μουσική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απεργοσπάστηςnoun ([sb] who works during a strike) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The strikebreakers were harassed by protesters during the strike. |
σπάσιμο απεργίαςnoun (working during a strike) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The union forbids strikebreaking during official strikes. |
απεργία, στάση εργασίαςnoun (unofficial work stoppage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This year's post has been seriously affected by wildcat strikes. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του strike στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του strike
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.