Τι σημαίνει το horn στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης horn στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του horn στο Αγγλικά.

Η λέξη horn στο Αγγλικά σημαίνει κέρατο, κόρνα, κόρνο, χάλκινα, κέρατο, κεράτινος, καρούμπαλο, κόρνα, κέρας, κόρνο, κόρνα, εισβάλλω, κόρνα αέρος, κόρνα, αγγλικό κόρνο, γαλλικό κόρνο, κορνάρω, Κέρας της Αφρικής, αστείρευτη πηγή αγαθών, κέρας της Αμαλθείας, μουσικός χάλκινων πνευστών, κοκάλινος, κοκάλινος, γυαλιά με κοκάλινο σκελετό, κόκκαλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης horn

κέρατο

noun (bony protrusion on animal's head)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bull had big, sharp-looking horns.
Ο ταύρος είχε μεγάλα, αιχμηρά κέρατα.

κόρνα

noun (automobile's warning hooter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The driver honked his horn at the bicycle because the rider did not use a hand signal.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κόρνα του ταξί ακούστηκε πολύ δυνατά παρά τη βοή του δρόμου.

κόρνο

noun (french horn)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Luke used to play trumpet, but changed to horn because he liked the sound better.
Ο Λουκ παλιά έπαιζε τρομπέτα, αλλά το γύρισε σε κόρνο γιατί του άρεσε καλύτερα ο ήχος του.

χάλκινα

plural noun (music: brass instruments)

The piece started with the horns and brought in the other sections as it went on.
Το κομμάτι ξεκίνησε με τα χάλκινα και στη συνέχεια μπήκαν και τα άλλα τμήματα.

κέρατο

noun (horn, hoof, antler)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bracelet was carved from horn.
Το βραχιόλι ήταν φτιαγμένο από κέρατο.

κεράτινος

adjective (made from horn)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Among the artifacts were a horn spoon and some jewelry.

καρούμπαλο

noun (protrusion) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jake's dog had a weird-looking horn poking out of his neck, so he took him to the veterinarian.

κόρνα

noun (loud noisemaker)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ship blew its horn as it pulled into the bay.

κέρας

noun (landmass) (π.χ. της Αφρικής)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ship slowly made its way around the horn in the storm.

κόρνο

noun (horn instrument)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The priest blew on the horn as a signal to the worshippers.

κόρνα

noun (loudspeaker)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The loudspeaker had a broken horn, so James had to take it in to have it repaired.

εισβάλλω

(intrude)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κόρνα αέρος

noun (loud pneumatic horn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When there is fog, ships sound their air horns to gauge their positions.

κόρνα

noun (automobile's warning hooter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The proper use of the car horn is overlooked by a lot of motorists.

αγγλικό κόρνο

noun (woodwind instrument) (μουσικό όργανο)

γαλλικό κόρνο

noun (brass wind instrument)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The French horn is a difficult instrument to play well.

κορνάρω

verbal expression (sound car horn)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Honk the horn if he doesn’t start moving.

Κέρας της Αφρικής

noun (north-east African region)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The UK is host to tens of thousands of refugees from the Horn of Africa.

αστείρευτη πηγή αγαθών, κέρας της Αμαλθείας

noun (cornucopia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μουσικός χάλκινων πνευστών

noun (musician: plays brass horn)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Otto is a horn player in the Berlin Philharmonic Orchestra.

κοκάλινος

adjective (eyeglasses: horn frames)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοκάλινος

adjective (eyeglasses: plastic frames)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γυαλιά με κοκάλινο σκελετό

plural noun (eyewear)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Patty likes to wear vintage clothes from the 1950s, such as poodle skirts and horn-rimmed glasses.

κόκκαλο

noun (implement for easing on shoes) (παπουτσιών)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του horn στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του horn

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.