Τι σημαίνει το lock στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lock στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lock στο Αγγλικά.

Η λέξη lock στο Αγγλικά σημαίνει κλειδώνω, κλειδαριά, κλειδαριά, δεξαμενή ανύψωσης, κλειδώνω, κλειδώνω, αεροστεγής θάλαμος, κλείδωμα, τούφα, μαλλιά, κλειδώνω, κλειδώνω, σφηνώνω, δένω, πλήρως, εντελώς, ολοκληρωτικά, χώνω κπ μέσα, βάζω κπ μέσα, πάω κπ μέσα, χώνω κπ σε κτ, κλειδώνω, στερεώνω, ασφαλίζω, κλειδώνω, παγώνω, απενεργοποιώ και ασφαλίζω έναντι επανενεργοποίησης, αποκλείω, εστιάζω σε κάτι, ακολουθώ, χώνω, κλείνω, χώνω κπ μέσα, κλειδώνω, κλειδώνω, στεγανός θάλαμος μετάβασης, αεροφράκτης, αντιμπλοκαρίσματος, κλειδαριά με συνδυασμό, κουτιαστή κλειδαριά, κλειδαριά, έρχομαι σε σύγκρουση με κπ, κλειδώνω κπ/κτ μέσα, κλειδώνω επιτόκιο, παγώνω επιτόκιο, ιντερλόκ, περικόχλιο ασφαλείας, αντιπερικόχλιο, τούφα, κλειδώνω κπ έξω, κλειδώνω κπ έξω από κτ, κλειδώνω, κλειδώνω κπ έξω από κτ, κάνω λοκ άουτ, κλειδώνω την πόρτα, δακτύλιος ασφάλισης, δακτύλιος συγκράτησης, κλειδώνομαι έξω, κλειδώνομαι απ΄ έξω, λειτουργία παμπ μετά το επίσημο κλείσιμο, εγκλωβισμός, κουτί με κλειδαριά, τραπεζική υπηρεσία στις ΗΠΑ, ντουλάπι, κρατητήριο, παραβιάζω την κλειδαριά, κλείδωμα πλήκτρου κύλισης, υπό κράτηση, στην φυλακή, φυλακισμένος, κρατούμενος, κλειδωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lock

κλειδώνω

transitive verb (secure with key, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lock the door behind you.
Κλείδωσε την πόρτα φεύγοντας.

κλειδαριά

noun (securing device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There are two locks on the door.
Η πόρτα έχει δύο κλειδαριές.

κλειδαριά

noun (firearm safety)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gun's lock prevents accidental firing.
Η κλειδαριά του όπλου αποτρέπει την ακούσια πυροδότηση.

δεξαμενή ανύψωσης

noun (canal) (χώρος με νερό)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
This canal has fifteen locks.
Αυτό το κανάλι έχει δεκαπέντε θυροφράγματα (or: κλεισιάδες).

κλειδώνω

intransitive verb (mechanism: stop moving) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wheels locked when he pulled the emergency brake.
Οι τροχοί κλείδωσαν όταν τράβηξε το φρένο έκτακτης ανάγκης.

κλειδώνω

noun (US, slang (certainty) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The New York Yankees now have a lock on the Championship.
Οι New York Yankees κλείδωσαν το πρωτάθλημα.

αεροστεγής θάλαμος

noun (airtight chamber)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The diver remained in the lock for two hours to avoid the bends.
Ο δύτης παρέμεινε στον αεροστεγή θάλαμο για δύο ώρες για να αποφύγει τις στροφές.

κλείδωμα

noun (wrestling hold)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He held the other guy in a lock.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με ένα κλείδωμα ακινητοποίησε τον αντίπαλό του.

τούφα

noun (lock of hair: curl)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vicky wears a locket containing a lock of her late husband's hair.

μαλλιά

plural noun (literary (hair)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I envy my sister's thick, shiny locks.

κλειδώνω

intransitive verb (become locked)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You could hear the door lock.
Άκουσε την πόρτα να κλειδώνει.

κλειδώνω

transitive verb (shut in securely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She locked the dog in his kennel.
Κλείδωσε τον σκύλο στο σπιτάκι του.

σφηνώνω

transitive verb (immobilize) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She locked the box in place in the back of the truck.
Σφήνωσε το κουτί στο πίσω μέρος του φορτηγού.

δένω

transitive verb (interlink, join) (μταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The protesters locked arms to keep the police from removing them.
Οι διαδηλωτές έδεσαν (or: ένωσαν) τα χέρια τους για να μην μπορέσει η αστυνομία να τους διώξει.

πλήρως, εντελώς, ολοκληρωτικά

expression (figurative, informal (entirely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χώνω κπ μέσα, βάζω κπ μέσα, πάω κπ μέσα

phrasal verb, transitive, separable (informal (person: put in prison) (μεταφορικά, καθομ: στη φυλακή)

That man has committed terrible crimes; the judge is going to lock him away for a long time.

χώνω κπ σε κτ

phrasal verb, transitive, separable (informal (person: put in institution) (μεταφορικά, αργκό: ίδρυμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλειδώνω

phrasal verb, transitive, separable (thing: keep safe, hidden)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lock away this box of chocolates before I eat them all!

στερεώνω, ασφαλίζω

phrasal verb, transitive, separable (make secure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please securely lock down the skis on the roof rack.
Παρακαλούμε στερεώστε (or: ασφαλίστε) σφιχτά τα χιονοπέδιλα στη σχάρα της οροφής.

κλειδώνω, παγώνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (interest, price: fix) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απενεργοποιώ και ασφαλίζω έναντι επανενεργοποίησης

phrasal verb, transitive, separable (turn off securely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκλείω

phrasal verb, transitive, separable (close off area)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εστιάζω σε κάτι

phrasal verb, intransitive (track or focus on [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ακολουθώ

phrasal verb, transitive, inseparable (follow closely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χώνω, κλείνω

phrasal verb, transitive, separable (imprison) (μεταφορικά, καθομ: μέσα σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They locked him up in a cell that was barely large enough to move around in.
Τον έκλεισαν (or: έχωσαν) σ' ένα κελί που ήταν μόλις και μετά βίας αρκετά μεγάλο ώστε να μετακινείται.

χώνω κπ μέσα

phrasal verb, transitive, separable (informal (sentence to jail) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

The judge should lock up the murderer and throw the key away!
Ο δικαστής έπρεπε να χώσει τον δολοφόνο μέσα και να πετάξει το κλειδί!

κλειδώνω

phrasal verb, transitive, separable (object: keep safe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The custodian locked up the school at the end of the day to prevent vandals from entering.
Ο φύλακας κλείδωσε το σχολείο στο τέλος της ημέρας ώστε να αποτρέψει την είσοδο σε βανδάλους.

κλειδώνω

phrasal verb, intransitive (premises: secure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The last person to leave should lock up.
Ο τελευταίος που θα φύγει θα πρέπει να κλειδώσει.

στεγανός θάλαμος μετάβασης

noun (between rooms)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αεροφράκτης

noun (pressurized chamber for divers)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αντιμπλοκαρίσματος

adjective (brakes: will not lock) (σε γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλειδαριά με συνδυασμό

(number lock)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κουτιαστή κλειδαριά

noun (heavy lock system)

The door has a passage lock and a deadbolt lock for extra security.

κλειδαριά

noun (for locking a door)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After the thief broke in, I had a hard time replacing the door lock.

έρχομαι σε σύγκρουση με κπ

expression (fight with [sb])

κλειδώνω κπ/κτ μέσα

(prevent from leaving)

The police officer threw the two men in a cell and locked them in.

κλειδώνω επιτόκιο, παγώνω επιτόκιο

verbal expression (fix an interest rate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prequalifying for a loan allows you 30 days to lock in a rate.

ιντερλόκ

adjective (interlocking knitting stitch)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

περικόχλιο ασφαλείας

noun (specially-made hardware)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντιπερικόχλιο

noun (supplementary nut) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τούφα

noun (curl or tress of hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She cut a lock of hair and put it in a letter to her lover.

κλειδώνω κπ έξω

(prevent from entering a place)

I started banging on the door when I realised he had locked me out.
Όταν συνειδητοποίησα ότι με είχε κλειδώσει απέξω, άρχισα να χτυπάω την πόρτα.

κλειδώνω κπ έξω από κτ

verbal expression (out of a room, building)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dennis kept coming home late, so Sheila locked him out of the house to teach him a lesson.
Ο Ντένις πάντα αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι. Έτσι, η Σίλα τον κλείδωσε έξω, για να τον συμμορφώσει.

κλειδώνω

(computing: prevent access) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you type in the wrong password three times, the website will lock you out.
Αν πληκτρολογήσεις τον μυστικό κωδικό τρεις φορές λάθος, ο ιστότοπος σε κλειδώνει.

κλειδώνω κπ έξω από κτ

verbal expression (computing: prevent access)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The system will lock you out of the site if you answer the security questions incorrectly.

κάνω λοκ άουτ

(often passive (close workplace)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The factory owner locked out his employees.

κλειδώνω την πόρτα

verbal expression (close and secure the door with a key)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I always set the burglar alarm and lock the door when I go out. Don't forget to lock the door behind you when you leave.
Πάντα οπλίζω τον συναγερμό και κλειδώνω την πόρτα όταν βγαίνω. Μην ξεχάσεις να κλειδώσεις την πόρτα πίσω σου όταν φύγεις.

δακτύλιος ασφάλισης, δακτύλιος συγκράτησης

(mechanics)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κλειδώνομαι έξω, κλειδώνομαι απ΄ έξω

verbal expression (forget keys)

λειτουργία παμπ μετά το επίσημο κλείσιμο

noun (UK (late pub closure)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εγκλωβισμός

noun (figurative (commercial monopoly) (εμπόριο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κουτί με κλειδαριά

noun (US (box that can be locked)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραπεζική υπηρεσία στις ΗΠΑ

noun (US (bank service)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ντουλάπι

noun (UK, informal (storage facility)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρατητήριο

noun (informal (jail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παραβιάζω την κλειδαριά

verbal expression (unlock [sth] without a key)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The thieves picked the lock on the door to get inside the house.

κλείδωμα πλήκτρου κύλισης

noun (computing: key that stops cursor rolling)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπό κράτηση, στην φυλακή

adverb (to or in prison)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This type of deviant behaviour will get you put under lock and key.

φυλακισμένος, κρατούμενος

adjective (person: in prison)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's under lock and key after he committed that robbery last year.

κλειδωμένος

adjective (thing: locked away)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I want you to stop overspending so I put your credit card under lock and key.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lock στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lock

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.