Τι σημαίνει το hopping στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hopping στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hopping στο Αγγλικά.

Η λέξη hopping στο Αγγλικά σημαίνει που εργάζεται πυρετωδώς, δραστήριος, ζωντανός, χοροπηδάω, χοροπηδάω, πηδάω, πηδώ, πηδώ, λυκίσκος, λυκίσκος, πήδημα, απόσταση, χορός, πήδημα, πετιέμαι, πετάγομαι, αναπηδώ, ανεβαίνω, ζάπινγκ, πέρασμα του καναλιού της Μάγχης, εναλλαγή συχνοτήτων, έξαλλος, μετάβαση από νησί σε νησί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hopping

που εργάζεται πυρετωδώς

adjective (US, informal (working busily)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The new project kept the entire staff hopping.

δραστήριος, ζωντανός

adjective (US, informal (lively, active)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This neighborhood is know as a fun and hopping part of town.

χοροπηδάω

intransitive verb (person: jump on one leg)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hailey shouted and hopped as she stepped on something sharp.
Η Χέιλι έβγαλε μια φωνή και χοροπήδησε όταν πάτησε κάτι αιχμηρό.

χοροπηδάω

intransitive verb (person: jump repeatedly on one leg)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hailey hopped around the room on one foot looking for her other shoe.
Η Χέιλι χοροπηδούσε στο δωμάτιο με το ένα πόδι ψάχνοντας το άλλο της παπούτσι.

πηδάω, πηδώ

intransitive verb (rabbit: jump)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The rabbit hopped and sniffed around its enclosure.
Το κουνέλι πηδούσε και μύριζε ένα γύρο στην περίφραξή του.

πηδώ

transitive verb (jump over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim hopped the fence and was in his neighbor's yard in a flash.

λυκίσκος

plural noun (hop flowers dried for beer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The hops give beer a slightly bitter flavour.
Ο λυκίσκος δίνει στην μπύρα μια ελαφρώς πικρή γεύση.

λυκίσκος

plural noun (flowers of hop plant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hops grow wild in some areas but are mostly cultivated.
Ο λυκίσκος φυτρώνει από μόνος του σε μερικές περιοχές αλλά κυρίως καλλιεργείται.

πήδημα

noun (person: jump on one leg)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Harry could only do two or three hops on his good leg before he had to stop because of the pain.
Ο Χάρυ μπόρεσε να κάνει δυο ή τρία πηδήματα με το καλό του πόδι πριν σταματήσει λόγω του πόνου.

απόσταση

noun (figurative, informal (travel: short distance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's a short hop from here to Portland.

χορός

noun (US, dated (dance party) (εκδήλωση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The school hosted their annual sock hop this spring.

πήδημα

noun (rabbit's jumping movement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bunny's hop was looking a little strange, and Jimmy was worried that it was hurt.

πετιέμαι, πετάγομαι

intransitive verb (figurative, informal (travel a short distance) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
George hopped over to San Francisco for a meeting this morning.

αναπηδώ

intransitive verb (US (bounce)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The tennis ball hopped in the wrong direction, and Stacy lost the match.

ανεβαίνω

transitive verb (US, informal (board: a train, bus)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Brad hopped the bus to go visit his parents in Albany.

ζάπινγκ

noun (informal (browsing TV stations)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πέρασμα του καναλιού της Μάγχης

noun (UK, informal (UK to France)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εναλλαγή συχνοτήτων

noun (radio: switching channels) (ραδιοσυχνότητες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έξαλλος

adjective (figurative, informal (very angry)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His stupidity made me hopping mad. I was hopping mad when my ring was stolen.
Η βλακεία του με έκανε να τα πάρω άσχημα.

μετάβαση από νησί σε νησί

noun (informal (travelling around islands)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hopping στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hopping

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.