Τι σημαίνει το humor στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης humor στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του humor στο πορτογαλικά.

Η λέξη humor στο πορτογαλικά σημαίνει διάθεση, χιούμορ, χιούμορ, χιούμορ, διάθεση, διάθεση, χυμός, διάθεση, διάθεση, -θυμος, διάθεση, ετοιμολογία, χολή, γκρίνια, χιούμορ, κακή διάθεση, κέφι, ενοχλημένος, που δεν έχει αίσθηση του χιούμορ, κατσούφης, γκρινιάρης, κακόκεφος, κακοδιάθετος, ευδιάθετος, κατήφεια, σκυθρωπότητα, σταντ-απ, stand up, stand up comedy, μαύρο χιούμορ, υδατοειδές υγρό, κακή διάθεση, μπλακ χιούμορ, αναιδές χιούμορ, αγενές χιούμορ, μαύρο χιούμορ, στεγνό χιούμορ, καλή διάθεση, ψυχική κατάσταση, κακή διάθεση, καλή διάθεση, αίσθηση του χιούμορ, χιούμορ που κάνει κπ ενώ το πρόσωπό του παραμένει ανέκφραστο, καλή διάθεση, κέφια, εναλλαγές διάθεσης, οξυθυμία, κακή διάθεση, θερμότητα, εγκαρδιότητα, ευδιαθεσία, γκρινιάρικα, κακοκεφιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης humor

διάθεση

substantivo masculino (estado de ânimo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ficou de bom humor depois de passar no exame.
Αφού πέρασε τις εξετάσεις, ήταν σε καλή διάθεση.

χιούμορ

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O pai de Kate não tem nenhum senso de humor.
Ο μπαμπάς της Κέιτ δεν έχει καθόλου χιούμορ.

χιούμορ

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O programa tinha muito humor.
Η παράσταση είχε πολύ χιούμορ.

χιούμορ

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Eu não gosto do humor deste comediante.
Δε μου αρέσει το χιούμορ αυτού του κωμικού.

διάθεση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dado o humor atual do patrão, não creio que seja um bom momento para pedir um aumento a ele.
Δεδομένης της τωρινής του ψυχολογικής κατάστασης δε νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή για να ζητήσεις αύξηση απ' το αφεντικό.

διάθεση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele está de mal humor hoje.

χυμός

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διάθεση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διάθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Προσπάθησε να καταλάβεις τι διάθεση έχει το αφεντικό πριν ζητήσεις αύξηση.

-θυμος

Janice tem um temperamento muito forte para ser uma boa líder.
Η Τζάνις είναι πολύ οξύθυμη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αναλάβει τον ρόλο της αρχηγού ομάδας.

διάθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele estava de bom humor depois de passar nos testes.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν έχω κέφι για σινεμά απόψε.

ετοιμολογία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χολή

(μεταφορικά, ανεπ: βγάζω)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
James supôs que deveria ser a implicância de Wendy com os reality shows que a fez reagir tão mal ao artigo sobre a nova temporada de Big Brother.
Ο Τζέιμς υπέθεσε πως πρέπει να έφταιγε το μίσος της Γουέντυ για τα ριάλιτι της τηλεόρασης που την έκανε να αντιδράσει τόσο άσχημα στο άρθρο για τον νέο κύκλο του Big Brother.

γκρίνια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χιούμορ

(gíria)

κακή διάθεση

κέφι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ενοχλημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν έχει αίσθηση του χιούμορ

(άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατσούφης, γκρινιάρης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Minha filha sempre fica de mau humor quando ela não dorme o suficiente.
Ο δάσκαλος του πιάνου της Ντάρλα είναι ένας γκρινιάρης γέρος.

κακόκεφος, κακοδιάθετος

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Τζος θα χαλαστεί όταν ανακαλύψει ότι έφαγες τη σοκολάτα του.

ευδιάθετος

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πήρα άριστα για τη μετάφρασή μου σήμερα και γι' αυτό είμαι ευδιάθετος.

κατήφεια, σκυθρωπότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σταντ-απ, stand up, stand up comedy

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαύρο χιούμορ

A examinadora médica se fia no humor negro para lidar com a natureza do trabalho dela.

υδατοειδές υγρό

(olho) (ιατρική: οφθαλμός)

κακή διάθεση

μπλακ χιούμορ

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αναιδές χιούμορ, αγενές χιούμορ

(αποδοκιμασίας)

μαύρο χιούμορ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στεγνό χιούμορ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλή διάθεση

ψυχική κατάσταση

(condição mental ou humor)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η τωρινή του ψυχική κατάσταση φαίνεται διαταραγμένη.

κακή διάθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή διάθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Έχει καλή διάθεση και κακή διάθεση - δεν μπορείς να το προβλέψεις.

αίσθηση του χιούμορ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Wally tem um senso de humor estranho: sempre está fazendo piadas que mais ninguém entende.
Ο Γουάλι έχει περίεργη αίσθηση του χιούμορ. Κάνει συνεχώς αστεία που κανένας άλλος δεν καταλαβαίνει.

χιούμορ που κάνει κπ ενώ το πρόσωπό του παραμένει ανέκφραστο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καλή διάθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κέφια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

εναλλαγές διάθεσης

οξυθυμία

(temporário)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Meu marido está de mau humor hoje.

κακή διάθεση

θερμότητα, εγκαρδιότητα, ευδιαθεσία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γκρινιάρικα

(de mau humor)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κακοκεφιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του humor στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.