Τι σημαίνει το infantil στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης infantil στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του infantil στο ισπανικά.

Η λέξη infantil στο ισπανικά σημαίνει που είναι σαν παιδί, παιδικός, παιδαριώδης, παιδικός, παιδαριώδης, παιδιάστικος, παιδικός, ανώριμος, των παιδιών, βρεφικός, παιδαριώδης, παιδιάστικος, παιδικός, παιδιάστικος, παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου, παιδική ιστορία, παιδί που πάει σε νηπιαγωγείο, ομιλία των μωρών, παιδοψυχιατρική, παιδοψυχολογία, Υπηρεσίες Παιδικής Πρόνοιας, παιδικά ρούχα, σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, για παιδιά, παιδικός, παιδικό τραγουδάκι, σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, παιδική κακοποίηση, βιβλιοθηκονόμος για παιδικά βιβλία, βιβλιοθηκάριος για παιδικά βιβλία, παιδικό μενού, βρεφική θνησιμότητα, δείκτης βρεφικής θνησιμότητας, παιδικό μενού, σχολική ετοιμότητα, νηπιαγωγείο, σμηγματόρροια του τριχωτού του κεφαλιού, παιδικά παχάκια, οδοντοφυΐα, αποπλάνηση, παιδική κακοποίηση, παιδική πορνογραφία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης infantil

που είναι σαν παιδί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aunque tiene casi 25 años, Rose aún es infantil en muchos aspectos.
Αν και είναι σχεδόν είκοσι πέντε, από πολλές απόψεις η Ρόουζ είναι σαν παιδί ακόμη.

παιδικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aborda la pintura con una inocencia infantil.
Αντιμετωπίζει τη ζωγραφική με παιδική αθωότητα.

παιδαριώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παιδικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El berrinche fue infantil y definitivamente no era apropiado para un niño de 10 años de edad.

παιδαριώδης, παιδιάστικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tirar un globo de agua fue un acto infantil.
Ήταν παιδιάστικο από μέρους σου να ρίξεις μπαλόνια γεμάτα νερό.

παιδικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su encanto infantil pronto ganó a la mayoría de las críticas.
Η παιδική γοητεία της σύντομα κέρδισε τους περισσότερους επικριτές της.

ανώριμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estás grande para estos caprichos juveniles.

των παιδιών

adjetivo de una sola terminación

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los psicólogos infantiles estudian la mente y el comportamiento infantil.
Οι παιδοψυχολόγοι μελετούν το μυαλό και τη συμπεριφορά των παιδιών.

βρεφικός

adjetivo de una sola terminación (νεογέννητο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El bebé se bebió el preparado infantil.

παιδαριώδης, παιδιάστικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tus chistes pueriles solo hacen reír a los niños.

παιδικός, παιδιάστικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Con una sonrisa juvenil me dijo: "Intentémoslo".
Μου έσκασε ένα παιδιάστικο (or: παιδικό) χαμόγελο και είπε: «Ας το δοκιμάσουμε!».

παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου

(ES)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El niño debe encajar correctamente en el elevador.
Το παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου πρέπει να είναι στα μέτρα του παιδιού.

παιδική ιστορία

(παράδοση Ηνωμένου Βασιλείου)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Pepito siempre esperaba que le leyeran un cuento antes de ir a dormir.

παιδί που πάει σε νηπιαγωγείο

(AmL)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ομιλία των μωρών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los lingüistas estudian el lenguaje infantil para descubrir cómo adquirimos el lenguaje.

παιδοψυχιατρική

(medicina)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Psiquiatría Infantil ha evolucionado mucho en los últimos años.

παιδοψυχολογία

locución nominal femenina (Med.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Últimamente, la rama conductista ha tomado fuerza en la psicología infantil.

Υπηρεσίες Παιδικής Πρόνοιας

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παιδικά ρούχα

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Voy a abrir una tienda especializada en ropa infantil.

σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου

(medicina)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

για παιδιά, παιδικός

locución nominal masculina (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las damas son materia infantil, ¡juguemos al ajedrez!

παιδικό τραγουδάκι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las canciones infantiles son muy importantes en el aprendizaje de los niños.

σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παιδική κακοποίηση

(físico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los trabajadores sociales y los maestros tienen que estar pendientes de señales de abuso infantil.
Οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι δάσκαλοι οφείλουν να προσέχουν τα αποδεικτικά στοιχεία για παιδική κακοποίηση.

βιβλιοθηκονόμος για παιδικά βιβλία, βιβλιοθηκάριος για παιδικά βιβλία

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιδικό μενού

nombre masculino

βρεφική θνησιμότητα

El gobierno está discutiendo medidas para reducir la mortalidad infantil en el país.

δείκτης βρεφικής θνησιμότητας

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Somalia tiene una de las más altas tasas de mortalidad infantil.

παιδικό μενού

nombre masculino (infrml)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σχολική ετοιμότητα

(ωριμότητα παιδιού)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νηπιαγωγείο

locución nominal masculina (ES) (ένα έτος πριν το Δημοτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σμηγματόρροια του τριχωτού του κεφαλιού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παιδικά παχάκια

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οδοντοφυΐα

(odontología)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποπλάνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El pedófilo fue arrestado por acoso sexual de menores.
Ο παιδόφιλος συνελήφθη για αποπλάνηση ανηλίκου.

παιδική κακοποίηση

(sexual)

Un hombre de 36 años ha sido acusado de abuso infantil y de crear imágenes indecentes de menores.

παιδική πορνογραφία

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του infantil στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.