Τι σημαίνει το niño στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης niño στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του niño στο ισπανικά.

Η λέξη niño στο ισπανικά σημαίνει παιδί, μωρό, μωρό, αγοράκι, βρέφος, παιδάκι, παιδί, μωρό, πιτσιρίκι, παιδί, παιδάκι, αγοράκι, καρδούλα μου, ψυχούλα μου, παιδί, μωρό, νήπιο, μαθητής, αγόρι, μωρό, άντρας, άνδρας, παιδί, παιδί, μαϊμού, μωρό, πρόσκοπος, προσχολικής ηλικίας, κουτσούβελο, παιδί θαύμα, αναδοχή, πρόσκοπος, κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος, κακομαθημένο, διαβολάκι, διαολάκι, φτωχόπαιδο, ορφανό, μέλος χορωδίας, μέλος σε χορωδία, αλλασμένος, αλλακτός, αλλαχτός, παιδάκι, βρέφος, νεογνό, μωρό, ινδιανάκι, παιδί θαύμα, μικροδείχνω, παιδί θαύμα, προικισμένο παιδί, μαμάκιας, υποδειγματικό παιδί, κακομαθημένο, κακομαθημένο, κακό παιδί, πρόσκοπος, άπορο παιδί, παιδί για τα θελήματα, παιδί για όλες τις δουλειές, θετό παιδί, καλό παιδί, αγοράκι, σκανταλιάρικο παιδί, παλιόπαιδο, παιδί προσχολικής ηλικίας, νεαρός βοσκός, τσοπανάκος, καλό παιδί, αγόρι στην ανάπτυξη, σύνδρομο του απότομου τραντάγματος, προβληματικό παιδί, θείο βρέφος, αγοράκι, μεγάλο παιδί, μεγάλο αγόρι, το παιδί μέσα μου, παιδί-θαύμα, γκόλντεν μπόυ, αγόρι, είμαι μπελάς, αισθάνομαι ωραία, δίνω κπ σε ίδρυμα, μικροδείχνω, το παιδί μέσα μου, παιδί που μεγαλώνει μόνο του, π.χ. στο δάσος, το παιδί της αφίσας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης niño

παιδί

nombre masculino, nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un niño necesita amor.

μωρό

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Con tres hermanos mayores que él, era el bebé de la familia.
Με τρεις μεγαλύτερους αδελφούς, αυτός ήταν ο Βενιαμίν της οικογένειας.

μωρό

(σε παρομοίωση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡Deja de llorar! ¡No seas bebé!
Σταμάτα να κλαις! Μην κάνεις σα μωρό!

αγοράκι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El niño miró con cariño la vidriera de la juguetería.

βρέφος

(νεογέννητο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El niño estaba tumbado en la cuna.
Το βρέφος ήταν ξαπλωμένο στην κούνια του.

παιδάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La pareja de la casa de al lado tiene un niño hermoso.

παιδί, μωρό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιτσιρίκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παιδί, παιδάκι

nombre masculino, nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγοράκι

nombre masculino (bebé masculino)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Estaba muy contenta porque el médico le dijo que el bebé iba a ser un niño.

καρδούλα μου, ψυχούλα μου

nombre masculino, nombre femenino (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hola, niño. ¿Cómo estás hoy?
Γεια σου, αγάπη μου, πώς είσαι σήμερα;

παιδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
"Los niños en el bosque" es un cuento de hadas tradicional.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα είσαι για πάντα το μωρό μου.

μωρό

(μτφ: νεαρός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Tienes 29 años? ¡Si eres sólo un niño!

νήπιο

(de uno a dos años)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El niño estaba jugando en el jardín.
Το νήπιο έπαιζε στον κήπο.

μαθητής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Aunque es un hombre grande, a veces se ríe como un colegial.

αγόρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay dos chicos andando en bicicleta afuera.
Είναι δυο αγόρια με τα ποδήλατά τους απ' έξω.

μωρό

(voz italiana)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άντρας, άνδρας

(animales)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Es macho o hembra?
Είναι αγόρι ή κορίτσι;

παιδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A Stacy le gusta visitar a sus amigas mientras los chicos están en el colegio.
Στην Στέισι αρέσει να επισκέπτεται φίλους όσο τα παιδιά είναι στο σχολείο.

παιδί

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡Vamos, pequeños (or: niños), es hora de irse a dormir!

μαϊμού

(cariñoso) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ven a quedarte con nosotros algún día, y trae a los mocosos.

μωρό

(coloquial) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Construí este coche yo solo, ¡es mi bebé!

πρόσκοπος

(informal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Matthew es un explorador.
Ο Μάθιου είναι πρόσκοπος.

προσχολικής ηλικίας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κουτσούβελο

(αργκό: παιδί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παιδί θαύμα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αναδοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρόσκοπος

(figurado) (μτφ, ειρωνικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Siempre tuvo esta imagen pulida de caballero.

κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος

(ES, coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακομαθημένο

(μειωτικό: και για τα δύο φύλα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La sobrina de Rodney es una niña mimada: nunca limpia su habitación y hace lo que quiere.
Η ανιψιά του Ρόντεϋ είναι κακομαθημένο. Δεν καθαρίζει ποτέ το δωμάτιό της και της επιτρέπεται να κάνει ό,τι θέλει.

διαβολάκι, διαολάκι

(un niño) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kyle le dijo al niño que lo deje en paz, pero el pequeño fastidioso no se iba.

φτωχόπαιδο

(antiguo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una pareja de andrajosos golfillos jugaban descalzos en la calle.

ορφανό

μέλος χορωδίας, μέλος σε χορωδία

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αλλασμένος, αλλακτός, αλλαχτός

(σπάνιο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παιδάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βρέφος, νεογνό, μωρό

(που θηλάζει)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ινδιανάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παιδί θαύμα

(μτφ: παιδί διάνοια)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μικροδείχνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tiene tal cara de bebé que nunca pensarías que tiene más de treinta.

παιδί θαύμα

locución nominal con flexión de género

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mozart fue un niño prodigio que empezó a componer música antes de los 5 años.

προικισμένο παιδί

Mozart era un niño talentoso: a los cinco años ya componía.

μαμάκιας

(coloquial) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La madre de Tim lo tiene colgado de las faldas; se ha vuelto un niño de mamá.

υποδειγματικό παιδί

locución nominal masculina

La etiqueta de "niño modelo" lo persiguió hasta entrada su adultez.

κακομαθημένο

(peyorativo) (καθομιλουμένη)

Los hijos únicos con frecuencia se convierten en mocosos malcriados.

κακομαθημένο

Si siempre lo consientes será un niño mimado.

κακό παιδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esteban es un niño malcriado por culpa de su nana.

πρόσκοπος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mis dos hermanos eran niños exploradores.

άπορο παιδί

παιδί για τα θελήματα, παιδί για όλες τις δουλειές

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
No me pidas que te pase los mensajes, no soy tu niño de los mandados.

θετό παιδί

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cuando sus padres acabaron en la cárcel, pasó a ser una niña de acogida.

καλό παιδί

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sé un buen niño y tráeme mis botas.

αγοράκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡Te conozco desde que eras un niño pequeño!

σκανταλιάρικο παιδί

(καθομιλουμένη)

Sí, parece muy inocente y angelical pero tenelo bien cortito porque es un niño travieso.

παλιόπαιδο

locución nominal con flexión de género (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El niño revoltoso derramó la leche a propósito.

παιδί προσχολικής ηλικίας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los niños menores de 5 años deben venir acompañados por sus dos padres.

νεαρός βοσκός, τσοπανάκος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El niño pastor cuidaba su rebaño de ovejas.

καλό παιδί

αγόρι στην ανάπτυξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Beber leche es esencial para un niño en edad de crecimiento, principalmente por el calcio que aquella aporta al organismo.

σύνδρομο του απότομου τραντάγματος

locución nominal masculina (medicina)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προβληματικό παιδί

θείο βρέφος

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αγοράκι

(informal, niño)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μεγάλο παιδί, μεγάλο αγόρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το παιδί μέσα μου

locución nominal masculina (εσωτερικός κόσμος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παιδί-θαύμα

locución nominal con flexión de género

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γκόλντεν μπόυ

(figurado)

αγόρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

είμαι μπελάς

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

αισθάνομαι ωραία

expresión (coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω κπ σε ίδρυμα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικροδείχνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Con esa cara de niño es difícil creer que tiene más de cincuenta.

το παιδί μέσα μου

locución nominal con flexión de género

παιδί που μεγαλώνει μόνο του, π.χ. στο δάσος

locución nominal con flexión de género

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La película trata sobre un niño salvaje que fue hallado en el bosque.

το παιδί της αφίσας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του niño στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του niño

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.