Τι σημαίνει το intelligence στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης intelligence στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του intelligence στο Αγγλικά.

Η λέξη intelligence στο Αγγλικά σημαίνει ευφυΐα, πληροφορία, πληροφοριών, υπηρεσία πληροφοριών, νοήμον ον, τεχνητή νοημοσύνη, τεχνητή νοημοσύνη, επιχειρηματική ευφυΐα, CIA, αντικατασκοπεία, συναισθηματική νοημοσύνη, συλλογή πληροφοριών, δείκτης νοημοσύνης, τεστ νοημοσύνης, χρήση τεστ νοημοσύνης, IQ, υπηρεσία συλλογής πληροφοριών, υπηρεσία μυστικών πληροφοριών του ναυτικού, τεχνολογική νοημοσύνη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης intelligence

ευφυΐα

noun (being clever)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben has a lot of intelligence, but that doesn't mean he has good priorities.
Ο Μπεν έχει μεγάλη ευφυΐα, αλλά αυτό δε σημαίνει πως βάζει σωστές προτεραιότητες.

πληροφορία

noun (military, espionage: information) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The government gathers intelligence from all over the world.
Η κυβέρνηση μαζεύει μυστικές πληροφορίες από όλο τον κόσμο.

πληροφοριών

adjective (regarding intelligence) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The spy had a large intelligence network.

υπηρεσία πληροφοριών

noun (secret service)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Intelligence got some information about the dictator's plans.

νοήμον ον

noun (intelligent being)

Amy wrote a book about a character that meets an extra-terrestrial intelligence.

τεχνητή νοημοσύνη

noun (abbreviation (artificial intelligence)

The commencement speaker is a computer scientist who specializes in AI.

τεχνητή νοημοσύνη

noun (computer that can reason, think)

The computer's artificial intelligence can defeat even the most skilled player at chess.

επιχειρηματική ευφυΐα

noun (information processing)

CIA

noun (US (CIA: spy service) (υπηρεσία πληροφοριών)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αντικατασκοπεία

noun (anti-espionage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συναισθηματική νοημοσύνη

noun (empathy and social skills)

συλλογή πληροφοριών

noun (espionage, collecting secret information) (αντικατασκοπεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείκτης νοημοσύνης

noun (measure of intelligence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bob has a high intelligence quotient but Marion's is higher.

τεστ νοημοσύνης

noun (test to measure intelligence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the past, all school students had to take an intelligence test.

χρήση τεστ νοημοσύνης

noun (using IQ tests to measure intelligence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The child sat intelligence testings to determine whether he was or not a genius.

IQ

noun (colloquial, initialism (intelligence quotient)

IQ is not a determining factor for college admission.

υπηρεσία συλλογής πληροφοριών

noun (analysis of enemy operations)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thanks to military intelligence, we have uncovered the enemy's operation in time.

υπηρεσία μυστικών πληροφοριών του ναυτικού

noun (analysis of enemy fleet's operations)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Superior naval intelligence resulted in fewer ships lost in at-sea combat during the war.

τεχνολογική νοημοσύνη

noun (keeping updated on technological change)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του intelligence στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του intelligence

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.