Τι σημαίνει το artificial στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης artificial στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του artificial στο Αγγλικά.

Η λέξη artificial στο Αγγλικά σημαίνει τεχνητός, προσποιητός, τεχνητή νοημοσύνη, τεχνητή γεύση, συνθετική γεύση, πρόσθετα γεύσης, τεχνητή καρδιά, τεχνητή γονιμοποίηση, τεχνητή νοημοσύνη, τεχνητό φως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης artificial

τεχνητός

adjective (man-made, not natural) (για τρόφιμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I can't eat foods with artificial sweeteners.
Δεν μπορώ να καταναλώσω τρόφιμα που περιέχουν τεχνητές γλυκαντικές ουσίες.

προσποιητός

adjective (figurative (not sincere)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He looked at me with one of his usual artificial smiles.

τεχνητή νοημοσύνη

noun (abbreviation (artificial intelligence)

The commencement speaker is a computer scientist who specializes in AI.

τεχνητή γεύση, συνθετική γεύση

noun (synthetic taste)

Many brands of "fruit" juice use artificial flavors.

πρόσθετα γεύσης

plural noun (synthetic taste ingredients)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The drink is made exclusively from whole fruit and contains no artificial flavourings.

τεχνητή καρδιά

noun (medical device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has an artificial heart while he is waiting for a transplant.

τεχνητή γονιμοποίηση

noun (implantation of sperm)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Artificial insemination is widely used for breeding dairy cattle.

τεχνητή νοημοσύνη

noun (computer that can reason, think)

The computer's artificial intelligence can defeat even the most skilled player at chess.

τεχνητό φως

noun (illumination other than daylight)

The plants were amazing considering they were all grown in the basement under artificial light.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του artificial στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του artificial

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.