Τι σημαίνει το reason στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης reason στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reason στο Αγγλικά.

Η λέξη reason στο Αγγλικά σημαίνει λόγος, λόγος, λογική, ορθή κρίση, πνευματική υγεία, επιχειρηματολογώ, λογικεύω, υποστηρίζω ότι/πως, συμπεραίνω ότι/πως, συνάγω ότι/πως, λογική, σκοπός, σκέφτομαι λογικά, αναλύω, εξαιτίας, λόγω, για κάποιον λόγο, επομένως, συνεπώς, επειδή, διότι, γιατί, για αυτόν τον λόγο, για αυτόν τον λόγο, προκειμένου να, για ποιό λόγο, για οποιονδήποτε λόγο, δεδομένης της κατάστασης, καλός λόγος, εντός λογικών ορίων, είναι λογικό, είναι εύλογο, ακούω τη φωνή της λογικής, βασικός λόγος, λόγος, λόγος, υποψία, η αιτία που, η αιτία για την οποία, αιτία, εξήγηση, βάζω μυαλό, είναι λογικό, υποβόσκουσα αιτία, φωνή της λογικής, σε λογικά πλαίσια, σε λογικά πλαίσια, χωρίς αιτία και αφορμή, χωρίς λόγο, χωρίς λόγο, αβάσιμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης reason

λόγος

noun (explanation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What is your reason for missing school yesterday?
Τι δικαιολογία έχεις που δεν ήρθες σχολείο χτες;

λόγος

noun (cause)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His desire to gain a promotion was the reason behind his underhand behaviour.
Η επιθυμία του να πάρει προαγωγή ήταν η αιτία τη ύπουλης συμπεριφοράς του.

λογική

noun (logic)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He used reason instead of intuition to find the missing books.
Χρησιμοποίησε λογική αντί για διαίσθηση, ούτως ώστε να βρει τα βιβλία που έλειπαν.

ορθή κρίση

noun (judgement)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
While others panic, he shows reason and calm.
Ενώ οι άλλοι πανικοβάλλονται, αυτός επιδεικνύει ορθή κρίση και ηρεμία.

πνευματική υγεία

noun (sanity)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He lost his reason at the age of thirty, and was admitted to a psychiatric hospital.
Έχασε τα λογικά του στην ηλικία των τριάντα και εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική.

επιχειρηματολογώ

intransitive verb (argue logically)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A good debater will reason, while a bad one might appeal to the emotions.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πρέπει να επιχειρηματολογήσεις επαρκώς για να υποστηρίξεις τις θέσεις σου.

λογικεύω

(try to persuade [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He wants to quit, but she is going to try to reason with him.
Αυτός θέλει να παραιτηθεί, αλλά εκείνη θα προσπαθήσει να τον λογικεύσει.

υποστηρίζω ότι/πως

transitive verb (with clause: support by facts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He reasoned that there would be flooding, taking past rainfall into account.
Υποστήριξε πως θα υπάρξουν πλημμύρες, δεδομένων των προηγούμενων βροχοπτώσεων.

συμπεραίνω ότι/πως, συνάγω ότι/πως

transitive verb (with clause: infer, conclude)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
From the evidence of a half-eaten sandwich, she reasoned that he must have left in a hurry.
Κρίνοντας από ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς, συμπέρανε ότι εκείνος πρέπει να έφυγε βιαστικά.

λογική

noun (logic: premise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My argument is based on the reason stated, not on emotion.

σκοπός

noun (purpose)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Everything happens for a reason.

σκέφτομαι λογικά

intransitive verb (think logically about [sth])

Try to reason through this dilemma.

αναλύω

phrasal verb, transitive, separable (justify, rationalize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can solve a logic problem by just reasoning it out.

εξαιτίας, λόγω

expression (because of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sarah was found innocent by reason of insanity.

για κάποιον λόγο

adverb (for an unknown reason)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
For some reason my computer's started crashing whenever I log on to the internet.

επομένως, συνεπώς

adverb (consequently)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She's always so much fun at parties. For that reason, I'm sorry she can't come tonight.

επειδή, διότι, γιατί

expression (because)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

για αυτόν τον λόγο

expression (that is why)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
For this reason, I regretfully resign my post as Minister of Administrative Affairs.
Για αυτόν τον λόγο δυστυχώς παραιτούμαι από τη θέση του Υπουργού Διοικητικών Υποθέσεων.

για αυτόν τον λόγο, προκειμένου να

expression (for that purpose)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Max needed an art studio, so he built a shed for this reason.

για ποιό λόγο

adverb (why)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
For what reason are you two hours late arriving home?

για οποιονδήποτε λόγο

adverb (for any reason)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
For whatever reason he did it, the fact remains that he did it.

δεδομένης της κατάστασης

conjunction (formal (this being why)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He did not attend the hearing, for which reason his appeal was denied.

καλός λόγος

noun (justification, grounds)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She must have had good reason to say what she did about him.

εντός λογικών ορίων

adjective (within acceptable or reasonable limits)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I will consider any suggestion provided it is in reason.

είναι λογικό, είναι εύλογο

expression (it is logical)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
It stands to reason that if an employee is suffering from stress, then their productivity will decrease.

ακούω τη φωνή της λογικής

verbal expression (be persuaded)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I tried to explain, but the man simply would not listen to reason.

βασικός λόγος

noun (most important reason, cause)

λόγος

noun (cause or source of)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He couldn't explain the reason behind his actions.

λόγος

noun (cause or source of)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My reasons for leaving are not what you think.

υποψία

noun (grounds for believing) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is reason to believe that the man is lying.

η αιτία που, η αιτία για την οποία

(explanation for [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I couldn't tell her the real reason why I left her. George is very shy; that's the reason why he never says hello.
Δεν μπορούσα να της πω την πραγματική αιτία για την οποία την άφησα.

αιτία, εξήγηση

(informal (explanation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Arnold refused to participate without giving any reason why.
Ο Άρνολντ αρνήθηκε να συμμετάσχει χωρίς να δώσει καμία εξήγηση.

βάζω μυαλό

verbal expression (be persuaded to act sensibly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είναι λογικό

verbal expression (be logical)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The gun was in Alex's hand; it stands to reason he fired the shot. It stands to reason that she's tired: she just gave birth to twins!

υποβόσκουσα αιτία

noun (primary or real cause)

Although he claimed his motives were altruistic, the underlying reason was financial gain.

φωνή της λογικής

noun (figurative (person providing a sensible opinion) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε λογικά πλαίσια

adverb (justifiably, sensibly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
On this diet you can eat as much as you want, within reason.

σε λογικά πλαίσια

adjective (justifiable, sensible)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I can sympathize if your story's within reason.

χωρίς αιτία και αφορμή, χωρίς λόγο

adverb (unnecessarily, unprompted)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In the middle of the speech, Mr. Walters just walked out of the room without reason.

χωρίς λόγο

adverb (inexplicably)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He yells at me without rhyme or reason, and I just can't understand why.

αβάσιμος

expression (inexplicable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your belief that Daisy doesn't like you is without rhyme or reason; she's never done anything to make you think that.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reason στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του reason

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.