Τι σημαίνει το brain στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης brain στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brain στο Αγγλικά.

Η λέξη brain στο Αγγλικά σημαίνει εγκέφαλος, μυαλό, μυαλό, εγκέφαλος, μυαλό, μυαλό, χτυπάω στο κεφάλι, χτυπάω κατακέφαλα, αφηρημάδα, αδυναμία συγκέντρωσης της νέας μαμάς, εγκεφαλικό κύτταρο, εγκεφαλική βλάβη, εγκεφαλική βλάβη, εγκεφαλικά νεκρός, χαζός, εγκεφαλικός θάνατος, μαζική μετανάστευση εξειδικευμένων επαγγελματιών, πάγωμα του εγκεφάλου, εγκεφαλική αιμορραγία, εγκεφαλική κάκωση, νοημοσύνη, σπινθηρογράφημα εγκεφάλου, στέλεχος εγκεφάλου, επέμβαση στον εγκέφαλο, σπαζοκεφαλιά, σύμβουλος, όγκος εγκεφάλου, όγκος στον εγκέφαλο, που έχει υποστεί εγκεφαλική βλάβη, σκέφτομαι λύσεις, σκέφτομαι ιδέες, κατεβάζω ιδέες, συζήτηση για αναζήτηση λύσεων, σύσκεψη για αναζήτηση νέων ιδεών, επιφοίτηση, μπλακάουτ, σπαζοκεφαλιά, εγκεφαλικό κύμα, φαεινή ιδέα, ελαφρόμυαλος, δίνω τα φώτα μου, σπάω το κεφάλι μου για να θυμηθώ κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης brain

εγκέφαλος

noun (organ in head) (όργανο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She suffered severe damage to her brain in the accident.
Υπέστη σοβαρή βλάβη στον εγκέφαλο από το ατύχημα.

μυαλό

noun (mind)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Use your brain to find a solution!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Βάλε το νου σου να δουλέψει και είμαι σίγουρος πως κάτι θα σκεφτείς.

μυαλό

plural noun (informal, figurative (intelligence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He doesn't have a lot of brains.
Δεν έχει πολύ μυαλό.

εγκέφαλος

plural noun (figurative (computing: central processing unit) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The brains of the computer are in the CPU.
Ο εγκέφαλος του υπολογιστή είναι στη μονάδα CPU.

μυαλό

noun (informal, figurative (intelligent person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My friend Edwin is a real brain.

μυαλό

noun (informal, figurative, usu plural ([sb]: masterminds [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm the brains of the operation. My brother supplies the brawn.

χτυπάω στο κεφάλι, χτυπάω κατακέφαλα

transitive verb (slang (hit in the head) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My poor friend was brained by a golf ball as he watched the tournament.
Ο καημένος ο φίλος μου χτυπήθηκε στο δόξα πατρί από ένα μπαλάκι το γκολφ καθώς παρακολουθούσε το τουρνουά.

αφηρημάδα, αδυναμία συγκέντρωσης της νέας μαμάς

noun (humorous, informal (forgetfulness in new mother)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εγκεφαλικό κύτταρο

noun (nerve cell in the brain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dopamine is a chemical that stimulates brain cells.

εγκεφαλική βλάβη

noun (injury to the brain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The driver suffered severe brain damage in the accident.

εγκεφαλική βλάβη

noun (impaired mental functioning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The patient's brain damage prevents control of bodily movements.

εγκεφαλικά νεκρός

adjective (patient: brain no longer functions)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
She was assessed to be brain dead following the crash.

χαζός

adjective (figurative, pejorative, slang (person: stupid, unthinking)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Who hasn't heard of Ronald Reagan? Is that girl brain dead?

εγκεφαλικός θάνατος

noun (stopping of brain function)

μαζική μετανάστευση εξειδικευμένων επαγγελματιών

noun (figurative (mass emigration of skilled people)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Poland experienced a brain drain when much of its educated population emigrated to the UK.
Η Πολωνία υπέστη μαζική μετανάστευση εξειδικευμένων επαγγελματιών, όταν μεγάλο μέρος του μορφωμένου πληθυσμού της μετανάστευσε στο Ηνωμένο Βασίλειο.

πάγωμα του εγκεφάλου

noun (informal (headache caused by ice cream) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγκεφαλική αιμορραγία

noun (stroke, bleeding in the brain)

εγκεφαλική κάκωση

noun (damage to cerebral area)

νοημοσύνη

noun (intellectual or mental capacity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eating fish is supposed to increase one's brain power.

σπινθηρογράφημα εγκεφάλου

(medicine)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στέλεχος εγκεφάλου

noun (base of the brain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The brain stem regulates the central nervous system.

επέμβαση στον εγκέφαλο

noun (operation on the brain)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Brain surgery usually means drilling through the skull first.

σπαζοκεφαλιά

noun (figurative ([sth] difficult, complex) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Come on! It's not like this is brain surgery! Just diagram the sentence.

σύμβουλος

noun (government advisors)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

όγκος εγκεφάλου, όγκος στον εγκέφαλο

noun (abnormal growth in the brain)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

που έχει υποστεί εγκεφαλική βλάβη

adjective (affected by a brain injury)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκέφτομαι λύσεις, σκέφτομαι ιδέες, κατεβάζω ιδέες

intransitive verb (think up ideas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The team brainstormed all day, but could not come up with a solution.

συζήτηση για αναζήτηση λύσεων, σύσκεψη για αναζήτηση νέων ιδεών

noun (idea-gathering session)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A department meeting is scheduled for next week to have a brainstorm regarding the company's sales goals.

επιφοίτηση

noun (sudden idea) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Thomas had a brainstorm and decided to start his own business.

μπλακάουτ

noun (UK, informal (sudden inability to think clearly) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I must have had a brainstorm: I've left my briefcase and all my papers at home!

σπαζοκεφαλιά

noun (puzzle, riddle) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εγκεφαλικό κύμα

noun (usually plural (electrical impulse in the brain)

Brainwaves carry messages throughout our bodies.

φαεινή ιδέα

noun (figurative, informal (good idea)

I had the brainwave of using apricots instead of dates, and the cake was delicious.

ελαφρόμυαλος

noun (informal, figurative, pejorative (foolish person) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

δίνω τα φώτα μου

verbal expression (figurative (ask [sb] a question) (μεταφορικά: σε κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Can I pick your brain for a minute?
Θα μου δώσεις μια στιγμή τα φώτα σου;

σπάω το κεφάλι μου για να θυμηθώ κτ

verbal expression (try to remember) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brain στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του brain

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.