Τι σημαίνει το jogador στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης jogador στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jogador στο πορτογαλικά.

Η λέξη jogador στο πορτογαλικά σημαίνει παίκτης, παίκτρια, σημαντικός παίκτης, παίκτης, παίκτρια, παίζω, που παίζει ζάρια, παίκτης, gamer, ο παίκτης που κλωτσά τη μπάλα στο Αμερικανικό ποδόσφαιρο, τζογαδόρος, παίκτης, τζογαδόρος, τζογαδόρος, ποδοσφαιριστής, παίκτης μεταξύ δεύτερης και τρίτης βάσης, πασαδόρος, ποδοσφαιριστής, ποδοσφαιρίστρια, παίκτης του κρίκετ, παίκτρια του κρίκετ, παίκτης του μπέιζμπολ, παίκτης βάσης, ράγκμπι, μπασκετμπολίστας, παίκτης χόκεί, αθλητής πινγκ-πονγκ, αμυντικός βάσης, παίκτης μπέιζμπολ, παίκτης βόλεϊ, παίκτρια βόλεϊ, παίκτης γκολφ, παίκτρια γκολφ, παίκτης κέρλινγκ, παίκτρια κέρλινγκ, επιθετικός παίκτης, επιθετικός παίκτης, παίκτης αμερικανικού ποδοσφαίρου, παίκτης αυστραλιανού ποδοσφαίρου, seed, πολυτιμότερος παίκτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης jogador

παίκτης, παίκτρια

substantivo masculino (αθλητικά)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Há cinco jogadores na quadra por vez. Um time vencedor é feito de muitos bons jogadores.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στο γήπεδο είναι πέντε παίκτες τη φορά.

σημαντικός παίκτης

substantivo masculino (pessoa importante) (μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Ele está envolvido na tomada de decisão - ele é um jogador.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Κύπρος είναι σημαντικός παίκτης στον ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης.

παίκτης, παίκτρια

substantivo masculino (que aposta)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

παίζω

substantivo masculino (apostador)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Έπαιζε στο χρηματιστήριο, επένδυε μεγάλα ποσά.

που παίζει ζάρια

substantivo masculino (de jogo de dados)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίκτης

substantivo masculino (τυχερά παιχνίδια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

gamer

substantivo masculino (jogos eletrônicos)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ο παίκτης που κλωτσά τη μπάλα στο Αμερικανικό ποδόσφαιρο

substantivo masculino (fut. Amer.: que chuta a bola)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τζογαδόρος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παίκτης

substantivo masculino (τυχερά παιχνίδια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τζογαδόρος

substantivo masculino (homem adulto que joga)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τζογαδόρος

substantivo masculino (INGL, gíria)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ποδοσφαιριστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παίκτης μεταξύ δεύτερης και τρίτης βάσης

(beisebol) (μπέιζμπολ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πασαδόρος

(esporte) (αθλητικά)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Κάποιοι είνα καλοί πασαδόροι. Άλλοι προτιμούν να κρατούν την μπάλα για πολύ ώρα.

ποδοσφαιριστής, ποδοσφαιρίστρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

παίκτης του κρίκετ, παίκτρια του κρίκετ

παίκτης του μπέιζμπολ

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παίκτης βάσης

substantivo masculino (1ης, 2ης βάσης κ.λπ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ράγκμπι

(rúgbi) (άθλημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπασκετμπολίστας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παίκτης χόκεί

(esportes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αθλητής πινγκ-πονγκ

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αμυντικός βάσης

(beisebol: atacante na terceira base) (θέση στο μπέιζμπολ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Τα αντανακλαστικά ενός αμυντικού τρίτης βάσης πρέπει να είναι εξαιρετικά.

παίκτης μπέιζμπολ

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίκτης βόλεϊ, παίκτρια βόλεϊ

substantivo masculino

παίκτης γκολφ, παίκτρια γκολφ

παίκτης κέρλινγκ, παίκτρια κέρλινγκ

substantivo masculino

επιθετικός παίκτης, επιθετικός παίκτης

(futebol norte-americano) (αμερικάνικο ποδόσφαιρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίκτης αμερικανικού ποδοσφαίρου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίκτης αυστραλιανού ποδοσφαίρου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

seed

(tênis) (παίκτης με υψηλή βαθμολογία)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Roger foi selecionado como um jogador qualificado no torneio, por isso ele não teve de competir na primeira rodada.
Ο Ρότζερ εξελέγη ως ο παίκτης seed στο τουρνουά κι έτσι δεν χρειάστηκε να διαγωνιστεί στον πρώτο γύρο.

πολυτιμότερος παίκτης

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jogador στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.