Τι σημαίνει το jogo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης jogo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jogo στο πορτογαλικά.

Η λέξη jogo στο πορτογαλικά σημαίνει παιχνίδι, τζόγος, παιχνίδι, ομαδικό άθλημα, κουκουτά, κουκουτσά, τζόγος, σετ, αγώνας, άθλημα, τζόγος, παιχνίδι, απόδοση, κομπίνα, στρατηγική, αγώνας, σετ επίπλων, σύνθεση μπάνιου, μάτσο, κλίση, προαγωνιστικός, κουίζ, φινάλε, λογοπαίγνιο, δίεση, μήλα, τζάμπολ, χασ ταγκ, κουλοχέρης, τελικό στάδιο, δίεση, μέσα, με αφρώδη παιχνίδια, υπό συζήτηση, προς εξέταση, που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, τέλος χρόνου, χτύπημα κάτω από τη ζώνη, χτύπημα κάτω από τη μέση, μονός αγώνας, γρήγορες και δεξιοτεχνικές κινήσεις ποδιών, κρίμπατζ, κρυφτό, ταί μπρέικ, τριάρι, σύντροφος στο παιχνίδι, επιτραπέζιο παιχνίδι, τυχερό παιχνίδι, παιχνίδι ικανοτήτων, παιχνίδι δεξιοτήτων, ο παπάς, γύρισμα του λόγου, παιχνίδι που παίζεται με μπάλα, το παιχνίδι έχει αλλάξει, τραπεζαρία, παράνομος τζόγος κατά τον οποίο τα στοιχήματα αφορούν αριθμητικούς συνδυασμούς, λογοπαίγνιο, γήπεδο, γήπεδο, σερβίτσιο τσαγιού, σερβίτσιο τσαγιού, παιχνίδι για τον υπολογιστή, τίμιο παιχνίδι, αντικανονική ενέργεια, συγκέντρωση μαθητών, πριν από σχολικό αγώνα, για την εμψύχωση της αγωνιζόμενης ομάδας, σουπλά, στρώσιμο τραπεζιου, παίζω κορώνα - γράμματα, ηλεκτρονικό παιχνίδι, ποδοσφαιρικός αγώνας, πούλι, μάρκα, παιχνίδι που παίζεται με τα χέρια, αγώνας χόκεϊ επί χόρτου, αγώνας χόκεϋ επί χόρτου, παιχνίδι στρατηγικής, αγώνας βόλεϊ, Mάντεψε ποιος, μάντεψε τι, χαρτοπαίγνιο, παρουσιαστής, παρουσιάστρια, ντάμα, επιτραπέζιο παιχνίδι, με σκοπό να μπουν οι μικροί δίσκοι σε ένα κύπελλο, παιχνίδια του μυαλού, διακινδυνεύω, ρισκάρω, έχω πιθανότητες νίκης, μπαίνω στο παιχνίδι, χρησιμοποιώ, χάνω στον τζόγο, που παίζει, στον τορβά, πούλι, πιόνι, κρεμάλα, αγώνας μπέιζμπολ, παιγνίδι με αριθμούς, αγώνας αμερικάνικου ποδοσφαίρου, αγώνας φούτμπολ, αγώνας χόκεϊ, αγώνας χόκεϋ, παιχνίδι με σκοπό να πετύχουν οι παίκτες το στόχο με ένα πέταλο, παίζομαι, παιχνίδι με όπλα, μπίλιες, αστράγαλοι, σκραμπλ, scrabble, κραπς, craps. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης jogo

παιχνίδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fazemos vários jogos depois das aulas.
Παίζουμε διάφορα παιχνίδια μετά το σχολείο.

τζόγος

substantivo masculino (hobby) (καθομ, αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Depois que a mulher dele morreu, Kyle entrou no jogo e perdeu todo o seu dinheiro.
Όταν πέθανε η σύζυγός του, ο Κάιλ έμπλεξε με τον τζόγο και έχασε όλα του τα χρήματα.

παιχνίδι

substantivo masculino (atividade: de computador) (Η/Υ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ομαδικό άθλημα

substantivo masculino (atividade competitiva entre equipes)

κουκουτά, κουκουτσά

substantivo masculino (παιδικό παιχνίδι)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τζόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σετ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Não se preocupe, vou pegar meu jogo de ferramentas e consertar isso.

αγώνας

(coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Vamos assistir ao jogo de tênis mais tarde?
Θα παρακολουθήσουμε το παιχνίδι τένις αργότερα;

άθλημα

substantivo masculino (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O basquete é um jogo divertido.
Το μπάσκετ είναι ένα διασκεδαστικό άθλημα για να παίζει κανείς.

τζόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ele fez muitas dívidas no jogo.

παιχνίδι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
É um torneio no qual você verá um jogo de primeira classe.

απόδοση

substantivo masculino (performance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O jogo dele estava ruim durante todo o mês de março, embora tenha melhorado em junho.

κομπίνα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O jogo da máfia era oferecer serviços de proteção a negócios de graça.

στρατηγική

substantivo masculino (estratégia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O treinador deixou seu jogo claro para os jogadores.

αγώνας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Vai à partida de futebol neste sábado?
Θα πας στο ματς αυτό το Σάββατο;

σετ επίπλων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Tim e Lucy acabaram de comprar um novo conjunto para a sala deles.

σύνθεση μπάνιου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A loja tinha um conjunto em oferta, consistindo de uma banheira, lavatório e vaso sanitário.

μάτσο

(figurado, chaves) (πχ λουλούδια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A menor chave no molho abre o meu porta-joias.
Το κουτί με τα κοσμήματά μου ανοίγει με το μικρότερο κλειδί στην αρμαθιά.

κλίση

(balanço de avião ou navio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O balanço para o lado assustou bastante os passageiros.

προαγωνιστικός

adjetivo (antes da partida)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κουίζ

(anglicismo) (συνήθως γραπτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Você quer participar do quiz no pub essa noite?
Θέλεις να πάρεις μέρος στο αποψινό παιχνίδι ερωτήσεων στην παμπ;

φινάλε

(estágio final de um jogo de xadrez) (σκάκι)

λογοπαίγνιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δίεση

(símbolo de número)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μήλα

(BRA: jogo com bola) (παιχνίδι)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ποτέ δεν μου άρεσε να παίζω μήλα, ειδικά από τότε που η μπάλα με χτύπησε στο πρόσωπο.

τζάμπολ

(μπάσκετ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χασ ταγκ

(anglicismo) (μέσα κοινωνικής δικτύωσης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κουλοχέρης

substantivo masculino (BRA)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Michelle passa todo seu tempo livre jogando no caça-níqueis.
Η Μισέλ περνάει όλο τον ελεύθερό της χρόνο παίζοντας φρουτάκια.

τελικό στάδιο

(διαδικασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέσα

locução adverbial (bola)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με αφρώδη παιχνίδια

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπό συζήτηση, προς εξέταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τέλος χρόνου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χτύπημα κάτω από τη ζώνη, χτύπημα κάτω από τη μέση

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Falar dos problemas do passado dele foi golpe baixo.
Η αναφορά σου στα παλιά προβλήματά του ήταν φθηνή επίθεση (or: άνανδρη επίθεση).

μονός αγώνας

(tênis)

γρήγορες και δεξιοτεχνικές κινήσεις ποδιών

(esportes: movimentos com os pés) (σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρίμπατζ

(παιχνίδι με τράπουλα)

κρυφτό

(jogo infantil)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταί μπρέικ

substantivo masculino (esporte) (αθλήματα: σε ισοπαλία)

τριάρι

substantivo masculino (χαρτιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύντροφος στο παιχνίδι

(για παιδιά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιτραπέζιο παιχνίδι

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Passamos toda a tarde jogando jogos de tabuleiro porque o clima estava muito ruim.
Μιας και ο καιρός ήταν πολύ κακός, περάσαμε όλο το απόγευμα παίζοντας επιτραπέζια.

τυχερό παιχνίδι

Os dados são um jogo de azar.

παιχνίδι ικανοτήτων, παιχνίδι δεξιοτήτων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O xadrez é um jogo de habilidade.

ο παπάς

(figurado, jogo de azar) (παιχνίδι)

γύρισμα του λόγου

(expressão, formulação)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παιχνίδι που παίζεται με μπάλα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Nenhum jogo de bola é permitido nesse parque.

το παιχνίδι έχει αλλάξει

(figurado, cenário)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραπεζαρία

(τα έπιπλα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Meu jogo de mesa está começando a parecer um pouco gasto.

παράνομος τζόγος κατά τον οποίο τα στοιχήματα αφορούν αριθμητικούς συνδυασμούς

(jogo de apostas ilegal)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λογοπαίγνιο

(trocadilho)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γήπεδο

(terreno para a prática de esportes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γήπεδο

(futebol, terreno para a prática de esportes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σερβίτσιο τσαγιού

(conjunto de bules e xícaras)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σερβίτσιο τσαγιού

(conjunto de bules e xícaras)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παιχνίδι για τον υπολογιστή

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τίμιο παιχνίδι

substantivo masculino (esportes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντικανονική ενέργεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συγκέντρωση μαθητών, πριν από σχολικό αγώνα, για την εμψύχωση της αγωνιζόμενης ομάδας

(αθλητισμός, ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Os estudantes compareceram a um encontro pré-jogo antes da partida de futebol.

σουπλά

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Não temos jogos americanos suficientes para arrumar a mesa.

στρώσιμο τραπεζιου

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παίζω κορώνα - γράμματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ηλεκτρονικό παιχνίδι

(όχι φορητό)

Quando criança, eu adorava jogar jogos de arcade como pinball.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο γιος μου θέλει να πάει στα ηλεκτρονικά με τους φίλους του αλλά δεν τον αφήνω γιατί είναι μικρός ακόμα.

ποδοσφαιρικός αγώνας

πούλι

(contador ou pino usado em um jogo) (μικρός δίσκος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μάρκα

(contador ou pino usado em um jogo) (αντί για χρήματα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παιχνίδι που παίζεται με τα χέρια

substantivo masculino (atividade de jogo usando somente as mãos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγώνας χόκεϊ επί χόρτου, αγώνας χόκεϋ επί χόρτου

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παιχνίδι στρατηγικής

substantivo masculino (jogo requerendo noções táticas)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αγώνας βόλεϊ

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Mάντεψε ποιος, μάντεψε τι

substantivo masculino (παιχνίδι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαρτοπαίγνιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παρουσιαστής, παρουσιάστρια

substantivo masculino (σε ραδιόφωνο ή τηλεόραση)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ντάμα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele aprendeu a jogar damas quando tinha 4 anos.
Έμαθε να παίζει ντάμα όταν ήταν τεσσάρων ετών.

επιτραπέζιο παιχνίδι, με σκοπό να μπουν οι μικροί δίσκοι σε ένα κύπελλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιχνίδια του μυαλού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διακινδυνεύω, ρισκάρω

(arriscar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Επρόκειτο να διακινδυνεύσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό όμως ήταν αποφσισμένος να το ρισκάρει.

έχω πιθανότητες νίκης

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαίνω στο παιχνίδι

locução verbal (ficar envolvido) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χρησιμοποιώ

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χάνω στον τζόγο

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Έχασε στον τζόγο τα χρήματα για το ενοίκιο του επόμενου μήνα.

που παίζει

locução adverbial (figurado: ativo) (ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η μείωση των επιτοκίων είναι ανάμεσα στις ιδέες που παίζουν ακόμα.

στον τορβά

locução adjetiva (informal, figurado: cabeça)

Για σένα είναι εντάξει, αλλά το δικό μου κεφάλι θα μπει στον τορβά αν δεν το πετύχουμε.

πούλι, πιόνι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρεμάλα

(jogo de adivinhação) (παιχνίδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγώνας μπέιζμπολ

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Quando meu pai me leva a um jogo de beisebol, ele sempre me compra um cachorro-quente.

παιγνίδι με αριθμούς

(jogo que usa números)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγώνας αμερικάνικου ποδοσφαίρου, αγώνας φούτμπολ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγώνας χόκεϊ, αγώνας χόκεϋ

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παιχνίδι με σκοπό να πετύχουν οι παίκτες το στόχο με ένα πέταλο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παίζομαι

expressão (figurado) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Παίζονται πολλά σε αυτό το διαγωνισμό, με πρώτο και καλύτερο τη φήμη μου!

παιχνίδι με όπλα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπίλιες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αστράγαλοι

substantivo masculino (αρχαίο παιχνίδι)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

σκραμπλ, scrabble

substantivo masculino (εμπορικό σήμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κραπς, craps

substantivo masculino (παιχνίδι με ζάρια)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Você usa dois dados para jogar este jogo.
Για να παίξεις craps χρησιμοποιείς δυο ζάρια.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jogo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του jogo

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.