Τι σημαίνει το joven στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης joven στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του joven στο ισπανικά.

Η λέξη joven στο ισπανικά σημαίνει νέος, νέος, μη παλαιωμένος, νεαρός, νεαρός, νεαρή, νέος, νεαρός, νεαρή γυναίκα, έφηβος, έφηβη, νεαρός, νεαρός, νεαρή, εφηβικός, νεαρός, όλος ζωντάνια, γεμάτος ζωντάνια, νεαρό κορίτσι, νεανικός, παλικάρι, νεαρός, κορίτσι, νεαρός, που έχει φρέσκο πρόσωπο, που έχει νεανικό πρόσωπο, νεαρός ενήλικας, νεολαία, φίλος, αδερφός, μοδάτος, δενδρύλλιο, νεότερος, μικρότερος, κύριος, νεαρότερος, νεότερος, κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκε, που έχει νεανική όψη, που έχει νεανική εμφάνιση, σχετικά νέος, σχετικά μικρός, νέος, πολύ νέος, όχι αρκετά μεγάλος, μικρή κουκουβάγια, νεαρή κουκουβάγια, παιδί θαύμα, Βρετανός συγγραφέας της δεκαετίας του πενήντα, γυναίκα καριέρας, ελεύθερη κοπέλα, ενήλικα παιδιά, πρόσφατη εσοδεία, προβατάκι, νεαρός σολομός, νεαρός πρίγκηπας, μικρή ρέγγα του Ατλαντικού, μπακαλιαράκι, άντρας που ανήκει στην εργατική τάξη, πεθαίνω νέος, πεθαίνω νέος, νεότερος από, μικρότερος από, λούτσος, νεαρός απόφοιτος πανεπιστημίου, νεαρή απόφοιτη πανεπιστημίου, Πίτερ Παν, δέρμα προβάτου, Πλίνιος ο νεότερος, mild. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης joven

νέος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todavía es joven y tiene mucho que atender.
Είναι μικρός ακόμα, και έχει πολλά να μάθει.

νέος

adjetivo (aspecto) (άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pareces muy joven para alguien de más de sesenta.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Παρά τα πενήντα της χρόνια, η γυναίκα μου έχει νεανική επιδερμίδα.

μη παλαιωμένος

adjetivo (vino)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es un vino joven, así que no tiene mucho carácter todavía.

νεαρός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los gatos jóvenes no estaban listos para dejar a su madre.

νεαρός, νεαρή

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Muchos jóvenes piensan que los políticos no representan sus intereses.
Πολλοί νέοι πιστεύουν ότι οι πολιτικοί δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους.

νέος, νεαρός

νεαρή γυναίκα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elisa es una joven dinámica y colaboradora.

έφηβος, έφηβη

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Los jóvenes necesitan un lugar donde encontrarse después del colegio.
Οι έφηβοι χρειάζονται ένα μέρος για να συναντιούνται μετά το σχολείο.

νεαρός

nombre común en cuanto al género

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νεαρός, νεαρή

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Este joven ha causado muchos problemas.
Αυτός ο νεαρός έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα.

εφηβικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es una chica muy joven y no tiene la madurez necesaria para este trabajo.

νεαρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όλος ζωντάνια, γεμάτος ζωντάνια

adjetivo de una sola terminación (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νεαρό κορίτσι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεανικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esa ropa que usa es demasiado juvenil para él.
Αυτά τα ρούχα που φοράει παραείναι νεανικά γι΄ αυτόν.

παλικάρι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεαρός

(AR)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κορίτσι

(ηλικία, εφηβεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tiene catorce años y ha empezado a fijarse en las chicas.
Είναι δεκατεσσάρων και έχει αρχίσει να προσέχει τα κορίτσια.

νεαρός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los menores fueron condenados por el crimen, pero eran demasiado jóvenes para cumplir sentencia.

που έχει φρέσκο πρόσωπο, που έχει νεανικό πρόσωπο

(figurado) (το άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νεαρός ενήλικας

νεολαία

(ως σύνολο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φίλος, αδερφός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Eh, chico, ¿puedes venir ayudarme con esto?
Ε, φιλαράκι, μπορείς να έρθεις να με βοηθήσεις με αυτό;

μοδάτος

(voz inglesa)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Un grupo de hipsters tomaron todos los asientos en el café.
Μια ομάδα χίπστερ κατέλαβε όλες τις θέσεις στην καφετέρια.

δενδρύλλιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El vecindario no tiene árboles maduros; sólo tiene retoños.

νεότερος, μικρότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi hermano menor se mudó a Australia.
Ο μικρότερος αδελφός μου μετακόμισε στην Αυστραλία.

κύριος

(τίτλος ευγενείας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El señorito James Willis es muy parecido a su perezoso y gordo padre.
Ο Κύριος (or: Αφέντης) Τζέιμς Γουίλις μοιάζει πολύ με τον τεμπέλη, παχύσαρκο πατέρα του.

νεαρότερος, νεότερος

locución adjetiva (superlativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Quién es el empleado más joven de la compañía?
Ποιός είναι ο νεαρότερος υπάλληλος στην εταιρεία;

κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκε

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La primera vez que se acostaron ella era apenas mayor de edad.

που έχει νεανική όψη, που έχει νεανική εμφάνιση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχετικά νέος, σχετικά μικρός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Parece algo joven para solicitar ese trabajo.

νέος, πολύ νέος, όχι αρκετά μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Y siempre se es demasiado joven para morir.

μικρή κουκουβάγια, νεαρή κουκουβάγια

(πτηνό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παιδί θαύμα

(μτφ: παιδί διάνοια)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Βρετανός συγγραφέας της δεκαετίας του πενήντα

(voz inglesa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γυναίκα καριέρας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελεύθερη κοπέλα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενήλικα παιδιά

locución nominal con flexión de género

πρόσφατη εσοδεία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Estos varietales son vinos jóvenes muy apreciados.

προβατάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεαρός σολομός

νεαρός πρίγκηπας

μικρή ρέγγα του Ατλαντικού

(δεν έχει μεγαλώσει)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπακαλιαράκι

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άντρας που ανήκει στην εργατική τάξη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πεθαίνω νέος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Callum sufrirá una muerte temprana si no adopta un estilo de vida más saludable.

πεθαίνω νέος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A veces parece que solo los buenos mueren jóvenes.

νεότερος από, μικρότερος από

Todos mis hermanos son más jóvenes que yo.
Όλα τα αδέρφια μου είναι μικρότερα από (or: νεότερα από) εμένα.

λούτσος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νεαρός απόφοιτος πανεπιστημίου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νεαρή απόφοιτη πανεπιστημίου

(PR)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Πίτερ Παν

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi marido es un eterno adolescente y a veces me resulta muy inmaduro.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Μάικλ Τζάκσον θεωρείται από πολλούς ότι ήταν ένας Πίτερ Παν.

δέρμα προβάτου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Πλίνιος ο νεότερος

nombre propio masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

mild

(voz inglesa, cerveza) (τύπος μπίρας)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Nos llevaron a un bar donde todavía puedes pedir una mild.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του joven στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.