Τι σημαίνει το menor στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης menor στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του menor στο ισπανικά.

Η λέξη menor στο ισπανικά σημαίνει μικρότερος, μικρός, μικρός, ελαφρύς, ασήμαντος, μικρότερος, μικρός, μικρότερος, ελάσσονα, ανήλικος, ανήλικος, ανήλικος, ανήλικος, ελάσσων, ελάσσονα, ο λιγότερος, μικρότερος, ο ελάχιστος, ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφορος, λιγότερο σημαντικός, νεότερος, μικρότερος, μικρός, το μικρότερο παιδί, ελάσσων, ελάσσων, ο μικρότερος, νεαρός, ο νεότερος, ο μικρότερος, μικρός, μικρότερος, μικρός, νεότερος, μικρότερος, ανήλικος, ανήλικη, ο ελάχιστος, νεότερος, μικρότερος, ανήλικος, κατάστημα λιανικής πώλησης, κατάστημα λιανικής, πταίσμα, πλημμέλημα, ο παραμικρός, εμπορική εταιρεία, οικονομικός, κατώτερος, ελάχιστος, απειροελάχιστος, κοντύτερος, μικρότερος, λιγότερος, λιγότερος από, χαμηλότερης κοινωνικής υπόστασης/στάτους, ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο, χωρίς να έχω ιδέα, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα, ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος, να είσαι σίγουρος, στο υπογράφω, λιανικό εμπόριο, όμορφη ανήλικη κοπέλα, μικρή τιμωρία, ελαφριά τιμωρία, ασήμαντος, αδιάφορος, αγκύλη, δεύτερη κατηγορία, δευτερεύον, ελλάσσον ζήτημα, αστεροειδής, ελλάσσων πρόταση, ακούσιο, αφέσιμο αμάρτημα, χρήματα για μικροέξοδα, παιδί προσχολικής ηλικίας, μειωμένο επίπεδο, μείωση των φόρων, Μικρή Άρκτος, μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή, μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή, λιανικό εμπόριο, αδελφούλα, junior manager, ελάσσονας τόνος, χαμηλής ποιότητας διαμάντι, oυρά της μικρής άρκτου, δείκτης τιμών λιανικής, δείκτης λιανικών τιμών, χαμηλότεροι σε ιεραρχία, λιανικό εμπόριο, λιανικής πώλησης, ανηλίκου, όχι εκτενώς, σε περιορισμένη έκταση, νεότερος από, μικρότερος από, μικρότερος, λιγότερος, λιανική, λιανικής, λιγότερος, με τίποτα, το όριο των 9 μ.μ., βοηθός, προσεγγίζω, παλάμη, κακός υπολογισμός, λιανική πώληση, το μη χείρον βέλτιστον, πουλάω, πουλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης menor

μικρότερος, μικρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El doctor tiene que ignorar las lesiones menores porque había mucha gente herida.
Ο γιατρός πρέπει να αγνοήσει τα μικρότερα τραύματα γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν χτυπήσει.

μικρός, ελαφρύς, ασήμαντος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eso es un problema menor; hay cosas más importantes de las que preocuparse.
Αυτό είναι δευτερεύον θέμα. Έχουμε πιο σημαντικά πράγματα να σκεφτούμε.

μικρότερος, μικρός

(deportes: liga, no primera)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El jugador de béisbol tenía mucho éxito en la liga menor.
Ο παίχτης του μπέιζμπολ ήταν επιτυχημένος στα μικρότερα πρωταθλήματα.

μικρότερος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ingresa la suma de tus cifras o $1.000, lo que sea menor.
Καταχώρισε το άθροισμα των ποσών ή 1.000 δολάρια: όποιο από τα δύο είναι μικρότερο.

ελάσσονα

adjetivo de una sola terminación (música) (νότα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La melodía bajó un paso menor.
Η μελωδία κατέβαινε σε μια ελάσσονα νότα.

ανήλικος

nombre común en cuanto al género (de edad)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Aaron fue arrestado por tener relaciones con una menor.
Ο Άαρον συνελήφθη γιατί έκανε σεξ με μια ανήλικη.

ανήλικος

nombre común en cuanto al género (de edad)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Erin no podía comprar alcohol por aún era menor de edad.
Η Έριν δεν επιτρεπόταν να αγοράσει αλκοόλ γιατί ήταν ακόμη ανήλικη.

ανήλικος

adjetivo (de edad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El novio de la chica menor de edad fue arrestado.

ανήλικος

adjetivo de una sola terminación (de edad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El portero echó a los chicos menores de edad del bar.

ελάσσων

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El pianista tocó un acorde menor.

ελάσσονα

nombre femenino (música)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tom cantó el menor a la nota de Shaun.

ο λιγότερος

De los tres hermanos, Tony gasta la menor cantidad de dinero en ropa.

μικρότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Como la Gran Pirámide es tan famosa no mucha gente visita las pirámides menores en Egipto.
Επειδή η Μεγάλη Πυραμίδα είναι τόσο γνωστή, δεν είναι και πολλοί αυτοί που επισκέπτονται τις μικρότερες πυραμίδες της Αιγύπτου.

ο ελάχιστος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Algunos insectos son tan pequeños que se vuelan ante la menor brisa.
Μερικά έντομα είναι τόσο μικρά που παρασύρονται από το ελάχιστο αεράκι.

ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφορος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es posible que queden algunos errores de ortografía menores.

λιγότερο σημαντικός

adjetivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Tom decidió priorizar y dejar los problemas menores para después.
Ο Τομ αποφάσισε να βάλει προτεραιότητες και να αφήσει τα λιγότερο σημαντικά προβλήματα για αργότερα.

νεότερος, μικρότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi hermano menor se mudó a Australia.
Ο μικρότερος αδελφός μου μετακόμισε στην Αυστραλία.

μικρός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ben llevó al colegio a su hermana menor.
Ο Μπεν πήγε τη μικρή του αδελφή στο σχολείο.

το μικρότερο παιδί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con frecuencia, el menor de la familia es el que recibe más atención.
Το στερνοπαίδι της οικογένειας συνήθως το προσέχουν περισσότερο.

ελάσσων

nombre femenino (nota musical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελάσσων

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ο μικρότερος

adjetivo (μεταφορικά)

Ese es el menor de mis problemas.
Αυτό είναι το μικρότερο (or: τελευταίο) από τα προβλήματά μου.

νεαρός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los menores fueron condenados por el crimen, pero eran demasiado jóvenes para cumplir sentencia.

ο νεότερος, ο μικρότερος

nombre común en cuanto al género

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Cuál de las hermanas gemelas es la menor?
Ποια από τις δίδυμες αδερφές είναι η μικρότερη;

μικρός, μικρότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tengo tres hermanos menores y una hermana mayor.
Έχω τρεις μικρούς (or: μικρότερους) αδερφούς και μια μεγάλη αδερφή.

μικρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nos topamos con un problema menor, pero deberíamos poder solucionarlo pronto.

νεότερος, μικρότερος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seth es un año menor que Amy. Mi hermano Alec es cinco años menor que yo.

ανήλικος, ανήλικη

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Jerry no fue imputado como adulto porque todavía era un menor.

ο ελάχιστος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se estremecía ante el mínimo signo de peligro.
Έτρεμε και μόνο με τη σκέψη ότι θα έχει μπελάδες.

νεότερος, μικρότερος

(comparativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No puedes adivinar cuál de los dos caballos es más joven.
Δεν φαίνεται ποιο από τα άλογα είναι μικρότερο (or: νεότερο).

ανήλικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατάστημα λιανικής πώλησης, κατάστημα λιανικής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Muchos minoristas operan en centros de compra fuera de la ciudad.
Πολλά καταστήματα (or: μαγαζιά) λειτουργούν πλέον σε εμπορικά κέντρα που βρίσκονται έξω από το κέντρο της πόλης.

πταίσμα, πλημμέλημα

(legal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El joven estaba agradecido de haber sido sentenciado sólo con una falta.

ο παραμικρός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No tengo la mínima idea de cómo manejar un auto manual.
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα όσον αφορά την οδήγηση αυτοκινήτου με ταχύτητες.

εμπορική εταιρεία

La empresa era un minorista importante en el sector del perfume.

οικονομικός

(ρούχα, μαγαζιά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las modelos desfilaron lo última en moda minorista.

κατώτερος

(cargo, puesto) (κάποιου ή από κπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελάχιστος, απειροελάχιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Agregaré la menor cantidad de sal posible.

κοντύτερος

(estatura)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mallory es más baja que su hermana mayor.

μικρότερος, λιγότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El programa de esta año recibió el menor número de solicitudes de su historia.

λιγότερος από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi primo es menor que mi hermano.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχουμε λιγότερες από δέκα διαθέσιμες θέσεις για φοιτητές.

χαμηλότερης κοινωνικής υπόστασης/στάτους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Algunas universidades son de menor nivel que otras.

ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο

locución adjetiva (ακολουθεί επίθετο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este año las pérdidas fueron incluso menores.

χωρίς να έχω ιδέα, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα

locución adverbial (coloquial)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Entré a la reunión sin la menor idea de por qué querían verme.

ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Según este científico, el cambio climático es un fenómeno cíclico que responde a causas naturales y en menor grado a la mano del hombre.

να είσαι σίγουρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sea lo que sea que haga el gobierno, nos va a salir dinero. Que no te quepa la menor duda.

στο υπογράφω

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No lo dudes, su relación no va a durar, ¡él es muy joven para ella!

λιανικό εμπόριο

Trabajo en la venta al menudeo.
Δουλεύω στις λιανικές πωλήσεις.

όμορφη ανήλικη κοπέλα

nombre común en cuanto al género

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μικρή τιμωρία, ελαφριά τιμωρία

Dos años de prisión fueron sólo una amonestación menor para ese asqueroso asesino. No se debería haber preocupado por esa sentencia ya que sólo le dieron una amonestación menor.

ασήμαντος, αδιάφορος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sé que es una insignificancia, pero me molesta el taconeo de tus zapatos.
Ξέρω ότι είναι κάτι το ασήμαντο, αλλά με ενοχλεί το ότι χτυπάς συνεχώς το πόδι σου στο πάτωμα.

αγκύλη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεύτερη κατηγορία

locución nominal femenina (ΗΠΑ, αθλητισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Muchas pequeñas ciudades en Estados Unidos tienen ligas menores de béisbol compuestas de jugadores que esperan algún día unirse a las ligas mayores.

δευτερεύον, ελλάσσον ζήτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Estaba disgustada pero mi madre me dijo que no debía preocuparme por una cuestión menor.

αστεροειδής

locución nominal masculina (astronomía)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελλάσσων πρόταση

locución nominal femenina (lógica) (λογική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Postuló varias premisas menores para sostener su tesis principal.

ακούσιο, αφέσιμο αμάρτημα

nombre masculino (Der)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tras ser acusado de cometer un delito menor, fue puesto en libertad, a la espera del juicio.

χρήματα για μικροέξοδα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Tenemos el efectivo para gastos menores en una caja de metal pequeña con cerradura.

παιδί προσχολικής ηλικίας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los niños menores de 5 años deben venir acompañados por sus dos padres.

μειωμένο επίπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Actualmente, hay un menor nivel de contaminación en esa zona.

μείωση των φόρων

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hubo menor recaudación como consecuencia del aumento del desempleo.

Μικρή Άρκτος

nombre propio femenino (constelación)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή

(formal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comenzaré la universidad el año próximo, pero mi hermana menor todavía está en la escuela primaria.

μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi hermana menor nació tres años después que yo.
Η μικρή αδερφή μου γεννήθηκε τρία χρόνια μετά από μένα. Έχω ένα μεγάλο αδερφό και μια μικρή αδερφή.

λιανικό εμπόριο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αδελφούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tenía diez años cuando nació mi hermana menor.

junior manager

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ελάσσονας τόνος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χαμηλής ποιότητας διαμάντι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

oυρά της μικρής άρκτου

nombre propio femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δείκτης τιμών λιανικής, δείκτης λιανικών τιμών

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χαμηλότεροι σε ιεραρχία

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los funcionarios de menor rango fueron los primeros en ser despedidos.

λιανικό εμπόριο

nombre femenino plural (comercio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λιανικής πώλησης

(σε γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los beneficios del último año se incrementaron gracias a las tiendas de electrónica al menudeo.
Πέρσι τα κέρδη των καταστημάτων λιανικής πώλησης ηλεκτρικών ειδών αυξήθηκαν.

ανηλίκου

(σε γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

όχι εκτενώς, σε περιορισμένη έκταση

locución adverbial (comercio)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Comenzó con la venta de relojes al por menor, pero pronto aumentó el negocio.

νεότερος από, μικρότερος από

Todos mis hermanos son más jóvenes que yo.
Όλα τα αδέρφια μου είναι μικρότερα από (or: νεότερα από) εμένα.

μικρότερος, λιγότερος

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El grupo de Richard tenía la mayor cantidad de miembros, y el de Sally, la menor cantidad.

λιανική, λιανικής

(καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si hubiese comprado el equipo de música al menudeo, habría pagado mucho más.
Αν αγόραζα το στερεοφωνικό λιανική, θα πλήρωνα πολύ περισσότερα.

λιγότερος

locución nominal con flexión de género

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ambos hermanos tienen grandes fortunas, pero la del hermano mayor es la menor.
Και οι δυο αδελφοί έχουν μεγάλες περιουσίες, αλλά η περιουσία του μεγαλύτερου είναι η μικρότερη των δυο.

με τίποτα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No hay manera de que lleguemos a tiempo: nuestro auto está averiado.
Με τίποτα δε φτάνουμε στην ώρα μας· χάλασε το αμάξι.

το όριο των 9 μ.μ.

(TV)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los programas que no son aptos para niños no se pueden emitir antes del horario de protección al menor.

βοηθός

locución adjetiva (με γενική)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Seth es el soldador de menor antigüedad en la fábrica.

προσεγγίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El acusado ha estado estableciendo vínculos emocionales en línea con menores de esas para abusar de ellos.

παλάμη

locución nominal masculina (poco usado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tiene dos palmos menores, que son seis pulgadas.

κακός υπολογισμός

(μικρότερη αξία)

El coste proyectado de la nueva presa es casi con toda certeza un cálculo muy bajo.

λιανική πώληση

locución nominal femenina

La venta al por menor da más ganancias por internet que en una tienda.

το μη χείρον βέλτιστον

locución nominal masculina

πουλάω, πουλώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La señora Sellers vende ahora zapatos al por menor.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του menor στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του menor

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.