Τι σημαίνει το junta στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης junta στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του junta στο ισπανικά.

Η λέξη junta στο ισπανικά σημαίνει σύσκεψη, συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, συμβούλιο, φλάντζα, τσιμούχα, χούντα, επαγγελματική συνάντηση, φλάντζα πόρτας, δακτύλιος στεγανοποίησης, πώμα, σύνδεσμος, λαστιχάκι, σύνδεση, φλάντζα, τσιμούχα, υδρορροή, σύσκεψη, επιτροπή, αρμός, συνεδρίαση, συνάντηση, μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συγκεντρώνω, ενώνω, μαζεύω, συνδυασμός, μαζεύω, ενώνω, συγκεντρώνω δωρεές, ενώνω, βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν), συγκεντρώνω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω, συνενώνω, συνδέω, ενώνω, στοιβάζω, ενώνω, συνδέω, μαζεύω, συγκεντρώνω, ζευγαρώνω, ανακατεύω, μαζεύω με την τσουγκράνα, συγκεντρώνω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω, στοιβάζω κτ σε κτ, μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συγκεντρώνω, μαζεύω, κερδίζω, μαζεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω, παντρεύω κτ με κτ, βρίσκω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, δένω, ενώνω, μαζεύω, βρίσκω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συναθροίζω, μεταφέρω στο επόμενο έτος, κοντινός, μαζί, σε σχέση με, μαζί, μαζί, που είναι κοντά, ενωμένος, ομαδοποιημένος, συγκεντρωμένος, κολλητά, κοινός, στο πλάι, διεύθυνση, συνδετικός, ενωτικός, συνεκτικός, ενοποιητικός, μέλος συμβουλίου της ενορίας, διοικητικό συμβούλιο, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, αρμός, υπουργείο παιδείας, εποπτικό συμβούλιο, τοπική εξεταστική επιτροπή, συμβουλευτικό συμβούλιο, σύσκεψη, διάσκεψη, συνεδρίαση, διοικητικό συμβούλιο, επιτροπή συντονισμού, συντακτική ομάδα, αρμός διαστολής, δακτύλιος κυκλικής διατομής, επιτροπή προώθησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης junta

σύσκεψη, συνεδρίαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La junta para hablar del nuevo proyecto empezará a las cuatro de la tarde.
Η σύσκεψη (or: Το μίτινγκ) για το νέο έργο αρχίζει στις τέσσερις η ώρα.

συνάντηση, συνέλευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La reunión de la comunidad tuvo una duración de dos horas.
Η συνάντηση (or: συνέλευση) της κοινότητας κράτησε δύο ώρες.

συμβούλιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El Dr. Kimball acaba de ser designado para el consejo de administración.
Ο Δρ Κίμπαλ μόλις διορίστηκε στο διοικητικό συμβούλιο.

φλάντζα, τσιμούχα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El coche de John tenía rota una junta de culata.

χούντα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La junta tomó el control de la ciudad después de la revolución.

επαγγελματική συνάντηση

nombre femenino

φλάντζα πόρτας

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Si puede pasar un billete por la junta de la puerta del refrigerador, será hora de cambiarla.

δακτύλιος στεγανοποίησης

nombre femenino (αποφυγή διαρροής)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πώμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La junta de la tubería se estropeó y la tubería está perdiendo agua.
Η τσιμούχα του σωλήνα χάλασε και είχαμε διαρροή.

σύνδεσμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Fred aceitó las juntas de la máquina.
Ο Φρεντ λάδωσε τους συνδέσμους της μηχανής.

λαστιχάκι

nombre femenino (goma) (καθομ: βρύση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El grifo gotea, necesita una nueva junta.

σύνδεση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La junta es donde se conectan las dos piezas.

φλάντζα, τσιμούχα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Amanda llamó al fontanero para que arreglase una junta que goteaba bajo el fregadero.

υδρορροή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había una junta entre los tejados de los dos aleros de la casa.

σύσκεψη

(συνήθως σε γραφείο κλπ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El profesor dio una conferencia a los padres para presentar el programa.
Ο δάσκαλος έκανε μια συνάντηση με τους γονείς για να παρουσιάσει το πρόγραμμα σπουδών.

επιτροπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El parlamento de obispos se reúne sólo cada tres años.
Η επισκοπή επιτροπή συνεδριάζει μόνο κάθε τρία χρόνια.

αρμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La juntura era de carga, así que no sea pudo sacar cuando hicieron la expansión de la casa.
Ο αρμός έφερε φορτίο και έτσι δεν μπορούσε να απομακρυνθεί όταν έχτισαν την προσθήκη του σπιτιού.

συνεδρίαση, συνάντηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Durante la sesión de la tarde, el grupo debatió sobre la política de reclutamiento de la empresa.

μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Juntamos las hojas en pequeños montones.
Μαζέψαμε τα φύλλα σε σωρούς.

συλλέγω, συγκεντρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las agencias de inteligencia están juntando cada vez más información sobre nuestras actividades en Internet.
Οι υπηρεσίες πληροφοριών συλλέγουν όλο και περισσότερα δεδομένα για τις διαδικτυακές μας δραστηριότητες.

μαζεύω, συγκεντρώνω

(cosas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ed juntó sus pertenencias, listo para irse a casa.

ενώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él unió las dos piezas del rompecabezas.
Ένωσε τα δύο κομμάτια του παζλ.

μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Reúne a la gente para poder empezar con el programa musical.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όλα τα ξωτικά συνάχτηκαν στο δάσος.

συνδυασμός

(persona o cosa)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las ovejas se han dispersado, así que tenemos que juntarlas de nuevo.
Τα πρόβατα διασκορπίστηκαν και έτσι πρέπει να τα μαζέψουμε ξανά.

ενώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκεντρώνω δωρεές

(για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estamos juntando donaciones para caridad.
Μαζεύουμε χρήματα για φιλανθρωπίες.

ενώνω

(dinero)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Juntemos nuestro dinero para comprar un coche.

βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν)

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Με τις παρατηρήσεις του, ο πολιτικός εξίσωσε τις διάφορες εγκληματικές ενέργειες του αντιπάλου του, χωρίς να στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα.

συγκεντρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La exhibición junta todas las principales obras de Picasso.

συγκεντρώνω, συσσωρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha acumulado miles de libros en el transcurso de su vida.

συνενώνω, συνδέω, ενώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στοιβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενώνω, συνδέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαζεύω, συγκεντρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζευγαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακατεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mezcla los ingredientes para hacer una masa suave.
Ανακάτεψε τα υλικά για να φτιάξεις ένα λείο κουρκούτι.

μαζεύω με την τσουγκράνα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harriet está amontonando las hojas.
Η Χάριετ μαζεύει τα φύλλα σε μια στοίβα με την τσουγκράνα.

συγκεντρώνω, μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marnie ya ha reunido un equipo para la carrera benéfica del año que viene.
Η Μάρνυ έχει ήδη μαζέψει την ομάδα για τη φιλανθρωπική εκδήλωση τον επόμενο χρόνο.

συγκεντρώνω, συσσωρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A lo largo de su vida, mi abuela acumuló una colección bastante sofisticada de arte.
Η γιαγιά μου συγκέντρωσε μια εξαιρετική συλλογή έργων τέχνης κατά τη διάρκεια της ζωής της.

μαζεύω, συγκεντρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian reunió un equipo para ingeniar un plan.
Ο Μπράιαν δημιούργησε μια ομάδα για να βρει ένα σχέδιο.

στοιβάζω κτ σε κτ

Alison amontonó los libros en la mesa.
Η Άλισον στοίβασε τα βιβλία πάνω στο τραπέζι.

μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las acampantes recogieron las carpas y se fueron a sus casas.

συγκεντρώνω, μαζεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Finalmente reunió el valor necesario para decirle a su jefe que estaba equivocado.

κερδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El mueble acumula mucho polvo.
Το έπιπλο μαζεύει σκόνη.

μαζεύω, συγκεντρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Recogió toda la información que pudo sobre el tema.
Μάζεψε όλες τις πληροφορίες που μπορούσε να βρει για το θέμα.

παντρεύω κτ με κτ

(figurado) (μεταφορικά)

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No podía reunir las agallas para invitarlo a salir.
Δεν μπορούσα να βρω το κουράγιο για να του ζητήσω να βγούμε.

συγκεντρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los psicólogos han sumado la sabiduría colectiva de los académicos precedentes para elaborar una nueva teoría.
Οι ψυχολόγοι έχουν συγκεντρώσει τη συνολική γνώση των παλαιών ερευνητών για να αναπτύξουν μια νέα θεωρία.

συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι

(personas)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La gente comenzó a congregarse en el ayuntamiento por la mañana temprano.

δένω

(μταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los manifestantes entrelazaron sus brazos para evitar que la policía los sacara del lugar.
Οι διαδηλωτές έδεσαν (or: ένωσαν) τα χέρια τους για να μην μπορέσει η αστυνομία να τους διώξει.

ενώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El amor de Daphne por George había unido su alma a la de él para la eternidad.

μαζεύω, βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bob se armó de valor y fue a por ello.
Ο Μπομπ μάζεψε το κουράγιο του και το επιχείρησε.

μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Canadá acumuló catorce medallas de oro en las Olimpiadas de Invierno.

συγκεντρώνω, συναθροίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταφέρω στο επόμενο έτος

(άδεια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi jefe no me permite guardar días de vacaciones para el próximo año, así que tendré que tomar unas vacaciones ahora.
Το αφεντικό μου δεν θα μου επιτρέψει να μεταφέρω την άδειά μου στο επόμενο έτος, επομένως πρέπει να κάνω διακοπές τώρα.

κοντινός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαζί

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tenemos a toda la familia junta.
Έχουμε μαζί μας όλη την οικογένεια.

σε σχέση με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Junto a los otros hombres no parece tan bajito.
Δεν φαίνεται τόσο κοντός συγκριτικά με τους άλλους άνδρες.

μαζί

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Agrupó las flores juntas en un ramo.
Έβαλε όλα τα λουλούδια μαζί σε ένα μάτσο.

μαζί

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esa chica tiene más cerebro que todos sus hermanos juntos.
Αυτή η κοπέλα έχει περισσότερο μυαλό από όλα τα αδέρφια της μαζί.

που είναι κοντά

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Unidos, los dos grupos pudieron llegar mucho más lejos que individualmente.

ομαδοποιημένος, συγκεντρωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κολλητά

(bailar, coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κοινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gracias al esfuerzo conjunto, Peter y Lucy lograron elaborar una deliciosa comida para sus invitados.

στο πλάι

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A mi perro le gusta correr a mi lado cuando voy en bicicleta.

διεύθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se disolverá la directiva y se creará un nuevo órgano de gobierno.

συνδετικός, ενωτικός, συνεκτικός, ενοποιητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέλος συμβουλίου της ενορίας

(εκκλησία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διοικητικό συμβούλιο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La junta directiva debe aprobar cualquier cambio en la constitución de la empresa.
Το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να εγκρίνει οποιαδήποτε αλλαγή στο καταστατικό της εταιρείας.

πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
El presidente de la junta supervisa la estrategia de planeamiento de la compañía.

αρμός

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπουργείο παιδείας

nombre femenino (Pan)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εποπτικό συμβούλιο

nombre femenino

τοπική εξεταστική επιτροπή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμβουλευτικό συμβούλιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El gabinete de asesores nos advirtió decididamente de que no continuásemos con esto

σύσκεψη, διάσκεψη, συνεδρίαση

locución nominal femenina (συμβουλίου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se solicita a todos los directores que estén presentes en la reunión de la Junta directiva del próximo viernes.

διοικητικό συμβούλιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En la última reunión del consejo directivo se aprobó el aumento de las matrículas.

επιτροπή συντονισμού

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mayoría de las pequeñas empresas no tienen una junta directiva.

συντακτική ομάδα

αρμός διαστολής

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δακτύλιος κυκλικής διατομής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El desastroso accidente de The Challenger fue debido a un fallo en un anillo toroidal.

επιτροπή προώθησης

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La junta de promoción se encargará del festival de verano.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του junta στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.