Τι σημαίνει το juntar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης juntar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του juntar στο ισπανικά.
Η λέξη juntar στο ισπανικά σημαίνει μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συγκεντρώνω, ενώνω, μαζεύω, συνδυασμός, μαζεύω, ενώνω, συγκεντρώνω δωρεές, ενώνω, βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν), συγκεντρώνω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω, συνενώνω, συνδέω, ενώνω, στοιβάζω, ενώνω, συνδέω, μαζεύω, συγκεντρώνω, ζευγαρώνω, ανακατεύω, μαζεύω με την τσουγκράνα, συγκεντρώνω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω, στοιβάζω κτ σε κτ, μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συγκεντρώνω, μαζεύω, κερδίζω, μαζεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω, παντρεύω κτ με κτ, βρίσκω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, δένω, ενώνω, μαζεύω, βρίσκω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συναθροίζω, μεταφέρω στο επόμενο έτος, συγκεντρώνω, συλλέγω, μαζεύω, βρίσκω το κουράγιο, φέρνω κπ/κτ κοντά, μαζεύω όπως-όπως, συγκεντρώνω, μαζεύω, το δουλεύω, συναρμολογώ κτ όπως όπως, συναρμολογώ κτ βιαστικά, βρίσκω το κουράγιο να κάνω κτ, βρίσκω το κουράγιο να κάνω κτ, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις, συνεισφέρω, βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι, συνδυάζω κτ με κτ, κάνω προξενιό σε κπ, προξενεύω κπ με κπ, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις για να κάνω κτ, μαζεύω, συμμαζεύω, επιστρατεύω, ενώνω, συνδέω, βάζω κπ/κτ μαζί με κπ/κτ, ζευγαρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης juntar
μαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Juntamos las hojas en pequeños montones. Μαζέψαμε τα φύλλα σε σωρούς. |
συλλέγω, συγκεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las agencias de inteligencia están juntando cada vez más información sobre nuestras actividades en Internet. Οι υπηρεσίες πληροφοριών συλλέγουν όλο και περισσότερα δεδομένα για τις διαδικτυακές μας δραστηριότητες. |
μαζεύω, συγκεντρώνω(cosas) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ed juntó sus pertenencias, listo para irse a casa. |
ενώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él unió las dos piezas del rompecabezas. Ένωσε τα δύο κομμάτια του παζλ. |
μαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Reúne a la gente para poder empezar con el programa musical. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όλα τα ξωτικά συνάχτηκαν στο δάσος. |
συνδυασμός(persona o cosa) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las ovejas se han dispersado, así que tenemos que juntarlas de nuevo. Τα πρόβατα διασκορπίστηκαν και έτσι πρέπει να τα μαζέψουμε ξανά. |
ενώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνω δωρεές(για κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estamos juntando donaciones para caridad. Μαζεύουμε χρήματα για φιλανθρωπίες. |
ενώνω(dinero) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Juntemos nuestro dinero para comprar un coche. |
βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν)(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Με τις παρατηρήσεις του, ο πολιτικός εξίσωσε τις διάφορες εγκληματικές ενέργειες του αντιπάλου του, χωρίς να στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα. |
συγκεντρώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La exhibición junta todas las principales obras de Picasso. |
συγκεντρώνω, συσσωρεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha acumulado miles de libros en el transcurso de su vida. |
συνενώνω, συνδέω, ενώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στοιβάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενώνω, συνδέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύω, συγκεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζευγαρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mezcla los ingredientes para hacer una masa suave. Ανακάτεψε τα υλικά για να φτιάξεις ένα λείο κουρκούτι. |
μαζεύω με την τσουγκράνα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Harriet está amontonando las hojas. Η Χάριετ μαζεύει τα φύλλα σε μια στοίβα με την τσουγκράνα. |
συγκεντρώνω, μαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marnie ya ha reunido un equipo para la carrera benéfica del año que viene. Η Μάρνυ έχει ήδη μαζέψει την ομάδα για τη φιλανθρωπική εκδήλωση τον επόμενο χρόνο. |
συγκεντρώνω, συσσωρεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A lo largo de su vida, mi abuela acumuló una colección bastante sofisticada de arte. Η γιαγιά μου συγκέντρωσε μια εξαιρετική συλλογή έργων τέχνης κατά τη διάρκεια της ζωής της. |
μαζεύω, συγκεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian reunió un equipo para ingeniar un plan. Ο Μπράιαν δημιούργησε μια ομάδα για να βρει ένα σχέδιο. |
στοιβάζω κτ σε κτ
Alison amontonó los libros en la mesa. Η Άλισον στοίβασε τα βιβλία πάνω στο τραπέζι. |
μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las acampantes recogieron las carpas y se fueron a sus casas. |
συγκεντρώνω, μαζεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finalmente reunió el valor necesario para decirle a su jefe que estaba equivocado. |
κερδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El mueble acumula mucho polvo. Το έπιπλο μαζεύει σκόνη. |
μαζεύω, συγκεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Recogió toda la información que pudo sobre el tema. Μάζεψε όλες τις πληροφορίες που μπορούσε να βρει για το θέμα. |
παντρεύω κτ με κτ(figurado) (μεταφορικά) |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No podía reunir las agallas para invitarlo a salir. Δεν μπορούσα να βρω το κουράγιο για να του ζητήσω να βγούμε. |
συγκεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los psicólogos han sumado la sabiduría colectiva de los académicos precedentes para elaborar una nueva teoría. Οι ψυχολόγοι έχουν συγκεντρώσει τη συνολική γνώση των παλαιών ερευνητών για να αναπτύξουν μια νέα θεωρία. |
συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι(personas) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La gente comenzó a congregarse en el ayuntamiento por la mañana temprano. |
δένω(μταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los manifestantes entrelazaron sus brazos para evitar que la policía los sacara del lugar. Οι διαδηλωτές έδεσαν (or: ένωσαν) τα χέρια τους για να μην μπορέσει η αστυνομία να τους διώξει. |
ενώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El amor de Daphne por George había unido su alma a la de él para la eternidad. |
μαζεύω, βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bob se armó de valor y fue a por ello. Ο Μπομπ μάζεψε το κουράγιο του και το επιχείρησε. |
μαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Canadá acumuló catorce medallas de oro en las Olimpiadas de Invierno. |
συγκεντρώνω, συναθροίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταφέρω στο επόμενο έτος(άδεια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi jefe no me permite guardar días de vacaciones para el próximo año, así que tendré que tomar unas vacaciones ahora. Το αφεντικό μου δεν θα μου επιτρέψει να μεταφέρω την άδειά μου στο επόμενο έτος, επομένως πρέπει να κάνω διακοπές τώρα. |
συγκεντρώνω, συλλέγω, μαζεύω(figurado, coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Desde que empezó el nuevo trabajo está amasando una fortuna. |
βρίσκω το κουράγιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φέρνω κπ/κτ κοντά(personas) Los almuerzos del domingo en la casa de mis padres juntan a toda la familia. |
μαζεύω όπως-όπωςlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si hubiésemos juntado un poco más de dinero, estaríamos viviendo en la casa de nuestros sueños. |
συγκεντρώνω, μαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
το δουλεύω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Todavía estoy juntando coraje para invitarla a salir. |
συναρμολογώ κτ όπως όπως, συναρμολογώ κτ βιαστικά
|
βρίσκω το κουράγιο να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βρίσκω το κουράγιο να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tendrás que juntar fuerzas si quieres encontrar el coraje para salir de esta situación. |
συνεισφέρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los tres amigos juntaron un fondo para comprarle a John un regalo de cumpleaños muy caro. Οι τρεις φίλοι αποφάσισαν να συνεισφέρουν για να αγοράσουν ένα ακριβό δώρο γενεθλίων στον Τζον. |
βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tenemos muchos libros viejos que están tirados por el ático esperando a que alguien los lea. |
συνδυάζω κτ με κτ
Cuando sumas temperaturas heladas y niebla espesa, el tránsito automotriz es muy peligroso. |
κάνω προξενιό σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Deja de buscarme pareja, estoy bien estando soltero. |
προξενεύω κπ με κπ
Joan está tratando de juntarme con alguno de sus amigos solteros. Η Τζόαν προσπαθεί να με προξενέψει με κάποιον από τους φίλους της που είναι ελεύθερος. |
μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις για να κάνω κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El corredor tuvo que juntar fuerzas para mantenerse primero. |
μαζεύω, συμμαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era imposible juntar a los niños. |
επιστρατεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oliver reunió a todos los amigos de Joyce para ayudarla. Ο Όλιβερ επιστράτευσε όλους τους φίλους της Τζόις να έρθουν να τη βοηθήσουν. |
ενώνω, συνδέω(κπ/κτ με κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El enfoque del ejército hacia el combate reunía fuerza militar con ingenio. |
βάζω κπ/κτ μαζί με κπ/κτ(informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡No me metas con los que hacen problemas, yo nunca he hecho nada malo! |
ζευγαρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El celestino emparejó a uno con el otro. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του juntar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του juntar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.