Τι σημαίνει το follow στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης follow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του follow στο Αγγλικά.

Η λέξη follow στο Αγγλικά σημαίνει ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, συνάγεται, ακολουθώ, ακολουθώ παράδειγμα, προκύπτω, παρακολουθώ, παρακολουθώ, καταλαβαίνω, ακολουθώ, ακολουθώ, προκύπτω από κτ, προκύπτω ως συνέπεια, ακολουθώ, ακολουθώ, εκτελώ, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, ολοκληρώνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, συνεχίζω, συνεχίζω, προχωρώ, ερευνώ, ακολουθώ τα βήματα κάποιου, βαδίζω στα βήματα κάποιου, έλα μαζί μου, που επακολουθεί, που ακολουθεί, ακολουθώ, αντιγράφω, έρχομαι αμέσως μετά, ακολουθώ, διαδέχονται ο ένας τον άλλο, ακολουθώ, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, ακολουθώ, αντιγράφω, ακολουθώ τον συρμό, υπακούω τους κανόνες, εξακολούθηση, συνέχεια, ολοκλήρωση, κάνω κάτι σε συνέχεια κάτι άλλου, συμπληρώνω, κάνε ό,τι κάνω, follow up, επαναληπτική εξέταση, σε συνέχεια, επαναληπτική εξέταση, συμπληρωματική έρευνα, πρόσθετο υλικό, συμπληρωματικό υλικό, συμπληρωματική ερώτηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης follow

ακολουθώ

transitive verb (move behind)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He followed his wife into the house.
Ακολούθησε τη γυναίκα του μέσα στο σπίτι.

ακολουθώ

transitive verb (proceed along)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Follow the road until you reach the post office.
Ακολούθησε τον δρόμο μέχρι να φτάσεις στο ταχυδρομείο.

ακολουθώ

transitive verb (leadership, authority)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He follows his heart, wherever it takes him.
Ακολουθεί την καρδιά του, όπου τον οδηγεί.

ακολουθώ

transitive verb (obey, do as told)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should follow his advice.
Πρέπει να ακούς τις συμβουλές του.

ακολουθώ

intransitive verb (come next after [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll go first, and you can follow.

ακολουθώ

intransitive verb (come next after [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
What follows is an example of how not to proceed.

συνάγεται

intransitive verb (occur as a result) (λόγιος)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It follows that reducing interest rates increases inflation.

ακολουθώ

transitive verb (sequence: come after)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In the Cyrillic Alphabet, B follows A.

ακολουθώ παράδειγμα

transitive verb (imitate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She follows her mother in being very talkative.

προκύπτω

transitive verb (result from)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Can any good follow this?

παρακολουθώ

transitive verb (watch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They followed her every move.

παρακολουθώ

transitive verb (keep up with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you follow politics?

καταλαβαίνω

transitive verb (understand [sth], [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you follow what I'm saying?

ακολουθώ

transitive verb (obey: a route, pattern, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alina carefully followed the knitting pattern for the pullover.

ακολουθώ

phrasal verb, transitive, separable (trail [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He followed me around all day.

προκύπτω από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (come as a logical result)

This logically follows from the given evidence.

προκύπτω ως συνέπεια

phrasal verb, intransitive (be a consequence)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It follows on that any rise in taxes must be accompanied by an improvement in services.

ακολουθώ

(be the next step)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This action follows on from the decision taken last month.

ακολουθώ

phrasal verb, intransitive (walk behind [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εκτελώ

phrasal verb, transitive, separable (directions: carry out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας

phrasal verb, intransitive (continue [sth] to completion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's very good at starting things but never seems to manage to follow through.
Είναι πολύ καλός στο να ξεκινάει πράγματα, αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν καταφέρνει να τα ολοκληρώσει (or: να τα φέρει εις πέρας).

ολοκληρώνω, τελειώνω

(continue [sth] to completion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sam is always making plans but she never follows through with any of them.

ολοκληρώνω, τελειώνω

phrasal verb, transitive, separable (continue [sth] to completion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A good manager ensures that their team is able to follow a project through.

συνεχίζω

phrasal verb, intransitive (sports: after throwing, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She's learning how to follow through in a complete arc after hitting the ball.
Μαθαίνει πώς να συνεχίζει να κάνει πλήρη καμπύλη αφού χτυπήσει τη μπάλα.

συνεχίζω, προχωρώ

phrasal verb, intransitive (take next step) (με κάτι, κάνοντας κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The young gymnast performed a dive roll, and did a cartwheel to follow up.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το κοριτσάκι έκανε ένα κατακόρυφο και συνέχισε με μια ανάποδη τούμπα για να εντυπωσιάσει τον μπαμπά του.

ερευνώ

phrasal verb, transitive, inseparable (investigate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The detective followed up on the lead.
Ο αστυνομικός ερεύνησε τα στοιχεία.

ακολουθώ τα βήματα κάποιου

verbal expression (figurative (do as [sb] else has done) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βαδίζω στα βήματα κάποιου

verbal expression (figurative (take the same career path as [sb] else) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He wanted to follow in his brother's footsteps and become a football player. She followed in her mother's footsteps and became an artist.

έλα μαζί μου

interjection (come with me)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που επακολουθεί, που ακολουθεί

adjective (occurring next)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακολουθώ, αντιγράφω

verbal expression (figurative (do the same as [sb]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The young singer wanted to follow on the heels of his famous father.

έρχομαι αμέσως μετά, ακολουθώ

verbal expression (figurative (come after)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They were afraid a large tidal wave would follow on the heels of the earthquake.

διαδέχονται ο ένας τον άλλο

verbal expression (come one after the other)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The goals quickly followed one another in the second half of the game.

ακολουθώ

(leave closely after [sb/sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου

intransitive verb (do the same as [sb] else)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to follow Maria's example and spend more time working with the community.

ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου

verbal expression (do the same as [sb] else)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The leader of the exercise class wanted us to follow her lead.

ακολουθώ, αντιγράφω

intransitive verb (figurative (do the same, copy: [sb] else)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was such a copycat; if his brother did something he would always follow suit. After the first bank started giving away toasters, the rest of the banks followed suit.
Ήταν μεγάλος μιμητής· αν ο αδερφός του έκανε κάτι, θα τον αντέγραφε πάντα. Από τη στιγμή που η πρώτη τράπεζα άρχισε να προσφέρει τοστιέρες, ακολούθησαν και οι υπόλοιπες.

ακολουθώ τον συρμό

verbal expression (copy what others are doing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was truly unique, always refusing to follow the crowd.

υπακούω τους κανόνες

verbal expression (obey instructions)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Most things work more smoothly when we all follow the rules. He was a maverick who thought he didn't have to follow the rules.
Τα περισσότερα πράγματα λειτουργούν πιο ομαλά όταν όλοι υπακούμε τους κανόνες. Ήταν ανυπότακτος και θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να υπακούσει τους κανόνες.

εξακολούθηση

noun (sport: continuation of motion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need to have a good follow-through to be a good golfer.
Για να γίνεις ένας καλός παίκτης στο γκολφ κίνησή σου πρέπει να έχει καλή εξακολούθηση.

συνέχεια, ολοκλήρωση

noun (continuing action)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The project manager keeps a close eye on her team to ensure follow-through.

κάνω κάτι σε συνέχεια κάτι άλλου

verbal expression (make further communication)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
John followed up his interview by sending a thank-you note.
Σε συνέχεια της συνέντευξής του, ο Τζον έστειλε μια ευχαριστήρια κάρτα.

συμπληρώνω

verbal expression (make further communication)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lawyer followed her argument up with evidence.
Η δικηγόρος συμπλήρωσε το επιχείρημά της με αποδείξεις.

κάνε ό,τι κάνω

noun (children's game) (παιδικό παιχνίδι)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

follow up

noun (further communication) (επαγγελματικό)

Ryan received a follow-up from the salesman.

επαναληπτική εξέταση

noun (doctor's visit)

Ron had to go to the doctor for a follow-up.
Ο Ρον έπρεπε να πάει στον γιατρό για μια επαναληπτική εξέταση.

σε συνέχεια

adjective (visit, call: further) (κάποιου πράγματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom sent a follow-up message to Jim.
Ο Τομ έστειλε ένα συμπληρωματικό μήνυμα στον Τζιμ.

επαναληπτική εξέταση

noun (additional examination)

Before closing on the house, we need to do a final follow-up inspection.

συμπληρωματική έρευνα

noun (supplementary police enquiry)

πρόσθετο υλικό, συμπληρωματικό υλικό

plural noun (resources: supplement learning)

συμπληρωματική ερώτηση

noun (additional enquiry)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του follow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του follow

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.