Τι σημαίνει το stay στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stay στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stay στο Αγγλικά.

Η λέξη stay στο Αγγλικά σημαίνει μένω, μένω, παραμένω, μένω, μένω, διαμονή, παραμονή, αναστολή, στήριγμα, κορσές, ξάρτι, μένω, παραμένω, ακολουθώ, ανακόπτω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, αναβάλλω, κόβω, μένω, μένω μέσα, κάθομαι μέσα, μένω σπίτι, κάθομαι σπίτι, παραμένω, μένω, αποφεύγω, μένω, μένω έξω, μένω, μένω ξύπνιος, είμαι ενημερωμένος για κτ, μένω στη επιφάνεια, τα φέρνω βόλτα, κρατάω επαφή, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, κρατάω κτ κρυφό, κρατάω κτ μυστικό, μένω συγκεντρωμένος, μένω προσηλωμένος, έχω τον νου μου, έχω τον νου μου, διανυκτέρευση, διανυχτέρευση, μικρής διάρκειας, παραμένω σε εγρήγορση/επαγρύπνηση, παραμένω εν ζωή/ζωντανός, μένω μακριά από κπ/κτ, κάθομαι σπίτι, μένω στο σπίτι, που μένει στο σπίτι, που δεν εργάζεται εκτός σπιτιού, σπιτόγατος, σπιτόγατα, μένω ξύπνιος, αποφεύγω, μένω μακριά από κπ/κτ, απέχω από κτ, αποφεύγω, κρατάω απόσταση από, μένω πιστός, υπακούω κανονισμούς, παραμένω στο σχολείο, κρατιέμαι σε φόρμα, επικοινωνώ, κρατώ επαφή, παραμένω στην πορεία, μένω στον σωστό δρόμο, μένω έξω μέχρι αργά, αποφεύγω, παραμένω θετικός, δεν κινούμαι, προσέχω, μένω ακίνητος, συνεχίζω την πορεία, παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος, μένω συγκεντρωμένος, μένω συντονισμένος, ξενυχτάω, εντολή κατ' οίκον περιορισμού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stay

μένω

intransitive verb (remain)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'd like you to stay.
Θέλω να μείνεις.

μένω

intransitive verb (wait)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stay here and don't move.
Μείνε εδώ και μην κουνηθείς.

παραμένω, μένω

intransitive verb (remain stopped)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Instead of rolling into the water, the golf ball stayed on the grass.
Η μπάλα του γκολφ αντί να κυλήσει στο νερό, παρέμεινε (or: έμεινε) στο γρασίδι.

μένω

transitive verb (remain for)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I asked her to stay the night.
Της ζήτησα να μείνει το βράδυ.

διαμονή, παραμονή

noun (temporary residence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I loved my nine-month stay in Paris.
Μου άρεσε πάρα πολύ η εννιάμηνη διαμονή (or: παραμονή) μου στο Παρίσι.

αναστολή

noun (reprieve) (προσωρινή διακοπή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He won a stay of execution.

στήριγμα

noun (prop, brace)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The roof was held up with a couple of stays.

κορσές

plural noun (mainly UK, rare (old-fashioned corset)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ξάρτι

plural noun (nautical: ship position)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μένω

intransitive verb (sojourn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We're going to stay at a hotel. We're staying with friends for the weekend.

παραμένω

intransitive verb (endure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm happy and I want to stay that way.

ακολουθώ

intransitive verb (keep up)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The driver stayed with the lead car.

ανακόπτω, αναχαιτίζω, συγκρατώ

transitive verb (halt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They managed to stay the disease with some rudimentary treatment.

αναβάλλω

transitive verb (postpone) (μεταθέτω για το μέλλον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The governor stayed the execution of the criminal.

κόβω

transitive verb (hold back) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This bread will stay your hunger for a while.
Το ψωμί θα σου κόψει την πείνα για λίγη ώρα.

μένω

phrasal verb, intransitive (remain)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You go on ahead; I'll stay behind.
Προχώρα εσύ, εγώ θα μείνω.

μένω μέσα, κάθομαι μέσα, μένω σπίτι, κάθομαι σπίτι

phrasal verb, intransitive (remain at home)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It was cold and windy so we decided to stay in.
Είχε κρύο και φύσαγε και έτσι αποφασίσαμε να μείνουμε σπίτι.

παραμένω, μένω

phrasal verb, transitive, inseparable (continue to participate in)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I realised to stay in the competition, I had to work harder.
Κατάλαβα ότι για να παραμείνω στον διαγωνισμό έπρεπε να προσπαθήσω περισσότερο.

αποφεύγω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (avoid, keep away from)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I trained my dog to stay off the furniture.

μένω

phrasal verb, intransitive (remain)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We know that your term is over but we are hoping you will stay on to serve another term. Maria hoped she could stay on after her visa expired.
Η Μαρία ήλπιζε ότι θα μπορούσε να παραμείνει αφού έληξε η βίζα της.

μένω έξω

phrasal verb, intransitive (not return home at night)

Students often stay out all night partying.
Οι φοιτητές συχνά μένουν έξω όλη νύχτα για να διασκεδάσουν.

μένω

phrasal verb, intransitive (spend the night) (σε κάποιον ή κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mum, can I stay over at Anne's house tonight?
Μαμά, να κοιμηθώ στην Άννα απόψε;

μένω ξύπνιος

phrasal verb, intransitive (not go to bed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We stayed up the whole night talking to each other. The children stayed up late as a special treat to watch an important football match.
Μείναμε ξύπνιοι όλη νύχτα μιλώντας μεταξύ μας.

είμαι ενημερωμένος για κτ

verbal expression (figurative (stay informed, updated)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They read three newspapers daily to keep abreast of the news.

μένω στη επιφάνεια

(not sink)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julia managed to keep afloat by clinging to a log.

τα φέρνω βόλτα

(figurative (stay in business) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Business owners are struggling to keep afloat.

κρατάω επαφή

verbal expression (stay in touch)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My uncle and I stayed in contact after he moved to Australia.

κρατάω επαφή, κρατώ επαφή

verbal expression (stay in touch with [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
New technologies make it easy to keep in contact with your customers. I'm sorry you have to leave but please keep in contact.

κρατάω κτ κρυφό, κρατάω κτ μυστικό

(informal (be silent)

Jack and Jill are keeping mum about their plans to marry.

μένω συγκεντρωμένος, μένω προσηλωμένος

verbal expression (stay focused)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Keep on task everyone; we're nearly finished now!

έχω τον νου μου

adjective (keep watch)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll keep on the lookout and let you know if I spot anything unusual.

έχω τον νου μου

verbal expression (remain vigilant for) (για κάτι/κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stay on the lookout for any suspicious activity in your neighborhood.

διανυκτέρευση, διανυχτέρευση

noun (in hospital or hotel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μικρής διάρκειας

adjective (accommodation: for short period)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραμένω σε εγρήγορση/επαγρύπνηση

(remain vigilant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραμένω εν ζωή/ζωντανός

verbal expression (remain living, not die)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω μακριά από κπ/κτ

verbal expression (not get involved) (μεταφορικά)

κάθομαι σπίτι, μένω στο σπίτι

verbal expression (remain in house)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I stayed at home today because I was feeling ill.

που μένει στο σπίτι, που δεν εργάζεται εκτός σπιτιού

adjective (informal (doesn't work outside house)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She left her career to be a stay-at-home mom.

σπιτόγατος, σπιτόγατα

noun (US, informal (person: doesn't go out) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
She's a real stay-at-home. You can't get her to go anywhere.
Είναι πολύ σπιτόγατα. Δεν την πείθεις να πάει πουθενά.

μένω ξύπνιος

verbal expression (remain conscious, not fall asleep)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Mr. Smith's so boring that I find it hard to stay awake in his class. Drinking coffee helps me stay awake at work.
Ο κύριος Σμιθ είναι τόσο βαρετός που μου είναι δύσκολο να μείνω ξύπνιος στο μάθημά του. Ο καφές με βοηθάει να μένω ξύπνιος στη δουλειά.

αποφεύγω

(avoid [sth], [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amy is really upset with you at the moment; I think you should just stay away for a while.
Η Έιμι είναι πραγματικά θυμωμένη μαζί σου αυτή τη στιγμή, καλύτερα να κρατήσεις τις αποστάσεις σου για λίγο.

μένω μακριά από κπ/κτ

verbal expression (avoid, not go near)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stay away from me! I've got measles.
Μείνε μακριά μου! Έχω ιλαρά.

απέχω από κτ

verbal expression (figurative, informal (not indulge in)

I want to lose weight so I'm staying away from chocolate for a while.
Θέλω να χάσω βάρος, έτσι απέχω από τις σοκολάτες για κάποιο διάστημα.

αποφεύγω

verbal expression (avoid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stay clear of him, he's a bad influence!

κρατάω απόσταση από

verbal expression (keep a distance away from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stay clear of the fire line; only fire fighters are allowed past the yellow tape.
Κράτησε απόσταση από τη γραμμή. Μόνο οι πυροσβέστες επιτρέπεται να περάσουν την κίτρινη κορδέλα.

μένω πιστός

intransitive verb (remain monogamous)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

υπακούω κανονισμούς

verbal expression (adhere to rules)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραμένω στο σχολείο

intransitive verb (remain in education after 16)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατιέμαι σε φόρμα

verbal expression (informal (keep fit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Exercising will help you stay in shape.
Η γυμναστική θα σε βοηθήσει να κρατηθείς σε φόρμα.

επικοινωνώ

verbal expression (informal (keep in contact)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bye. Don't forget to stay in touch! Although it's ten years since they worked together, the two colleagues have stayed in touch.
Αντίο! Να τα λέμε!

κρατώ επαφή

verbal expression (informal (keep in contact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I still stay in touch with my best friend from childhood.
Ακόμα κρατώ επαφή με τον καλύτερό μου φίλο από τα παιδικά μου χρόνια.

παραμένω στην πορεία

verbal expression (keep going in the right direction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω στον σωστό δρόμο

verbal expression (figurative (not go awry) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω έξω μέχρι αργά

verbal expression (get home late)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποφεύγω

verbal expression (informal (avoid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should stay out of the way of our boss today - he's in a bad mood.

παραμένω θετικός

intransitive verb (keep an optimistic outlook)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

δεν κινούμαι

intransitive verb (informal (remain in same place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stay put, don't move - I'll be right back.
Μείνε εδώ που είσαι, μην κουνηθείς. Θα επιστρέψω αμέσως.

προσέχω

intransitive verb (avoid danger)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stay safe when swimming, never dive into unknown waters.

μένω ακίνητος

intransitive verb (remain motionless)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

συνεχίζω την πορεία

verbal expression (figurative, informal (pursue [sth] to the end) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος

intransitive verb (not change)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

μένω συγκεντρωμένος

verbal expression (figurative, informal (continue to pay attention)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The president's speech was so rambling it was really hard to stay tuned.
Η ομιλία του προέδρου ήταν τόσο ασυνάρτητη που ήταν δύσκολο να μείνει κανείς συγκεντρωμένος.

μένω συντονισμένος

verbal expression (radio, TV: keep listening, watching)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
We'll be right back after this commercial break, so stay tuned!
Θα επιστρέψουμε μετά το διαφημιστικό διάλειμμα οπότε μείνετε συντονισμένοι!

ξενυχτάω

intransitive verb (not go to bed as early as usual)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He never allows his son to stay up late if he has school the following day. I stayed up late to watch the World Cup game.
Δεν επιτρέπει ποτέ στο γιο του να ξενυχτήσει αν έχει σχολείο την επόμενη μέρα. Ξενύχτησα για να δω τον αγώνα του Παγκόσμιου Κυπέλλου.

εντολή κατ' οίκον περιορισμού

noun (mainly US (government instruction: mass quarantine)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stay στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stay

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.