Τι σημαίνει το keeping στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης keeping στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του keeping στο Αγγλικά.

Η λέξη keeping στο Αγγλικά σημαίνει φύλαξη, φυλάω, κρατάω, κρατάω, φυλάω, κρατάω, διατηρώ, έχω, κρατάω, έχω, κρατάω, κρατάω, διατηρώ, κρατάω, συνεχίζω, κάστρο, φροντίδα, συντήρηση, έξοδα, συνεχίζω, εξακολουθώ, διατηρούμαι, αντέχω, μένω δεξιά, μένω αριστερά, συντηρώ, φιλοξενώ, στεγάζω, συνεχίζω, κρατάω, τηρώ, κρατάω, κρατάω, κρατάω, κρατώ, τα λογιστικά, τηρώντας, δεδομένου, ασυνεπής με κτ, ασύμβατος με κτ, διατήρηση της ειρήνης, ειρηνευτικός, εγγραφή, καταχώρηση, καταγραφή, απογραφή, διασφάλιση, περιφρούρηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης keeping

φύλαξη

noun (custody, care)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυλάω, κρατάω

transitive verb (save, retain) (διατηρώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't drink all the water. We need to keep some for tomorrow.
Μην πιεις όλο το νερό. Πρέπει να φυλάξουμε (or: κρατήσουμε) λίγο για αύριο.

κρατάω

transitive verb (not return) (δεν επιστρέφω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've decided to keep the bike instead of returning it to the store.
Αποφάσισα να κρατήσω το ποδήλατο αντί να το επιστρέψω στο μαγαζί.

φυλάω, κρατάω, διατηρώ

transitive verb (store) (αποθηκεύω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She keeps the canned food in the basement.
Φυλάει την τροφή σε κονσέρβες στο υπόγειο.

έχω

transitive verb (animals: raise) (ζώα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She has kept bees for over forty years.
Εκτρέφει μέλισσες πάνω από σαράντα χρόνια.

κρατάω

transitive verb (put aside) (δεν χρησιμοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll keep some of this preserve for next summer.
Θα βάλω στη άκρη λίγη από αυτή την κομπόστα για το επόμενο καλοκαίρι.

έχω

transitive verb (UK (stock) (σε απόθεμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No, we don't keep any foreign language books, but we could order this for you.
Όχι, δεν έχουμε ξενόγλωσσα βιβλία, μπορούμε όμως να το παραγγείλουμε για εσάς.

κρατάω

transitive verb (conserve) (συντηρώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's keep the rest of the coal for the really cold weather.
Ας κρατήσουμε τα υπόλοιπα κάρβουνα για τα μεγάλα κρύα.

κρατάω

transitive verb (reserve) (ρεζερβέ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Keep those tables to one side for the managing director and his team.
Κράτησε αυτά τα τραπέζια σε μια άκρη για το διευθυντή και την ομάδα του.

διατηρώ, κρατάω

transitive verb (records: maintain, continue) (αρχείο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She keeps records of all expenses.
Διατηρεί (or: κρατάει) αρχείο με όλα τα έξοδα.

συνεχίζω

intransitive verb (continue) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He kept working until six o'clock. The kitten kept playing with the fringe of the carpet.
Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τις έξι η ώρα. Το γατάκι συνέχισε να παίζει με τα κρόσια του χαλιού.

κάστρο

noun (castle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The militia defended the city with bows and arrows from the keep.
Η πολιτοφυλακή υπερασπίστηκε την πόλη με τόξα και βέλη από το κάστρο.

φροντίδα, συντήρηση

noun (UK, dated (maintenance, cleaning) (δουλειές σπιτιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The maid was in charge of the keep of the house.
Η υπηρέτρια ήταν υπεύθυνη για την καθαριότητα του σπιτιού.

έξοδα

noun (subsistence)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He earned a hundred pounds a week, and gave fifty to his mother for his keep.
Έβγαζε εκατό λίρες την εβδομάδα και έδινε τις πενήντα στη μητέρα του για τα έξοδά του.

συνεχίζω, εξακολουθώ

intransitive verb (continue on a course) (πορεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Columbus kept sailing east till he found land.
Ο Κολόμβος συνέχισε (or: εξακολούθησε) να πλέει ανατολικά μέχρι που συνάντησε στεριά.

διατηρούμαι, αντέχω

intransitive verb (remain unspoiled) (φαγητό: δεν χαλάει)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The meat will keep for weeks if frozen.
Το κρέας θα διατηρηθεί (or: θα αντέξει) για εβδομάδες αν μπει στην κατάψυξη.

μένω δεξιά, μένω αριστερά

(sign: stay on left, right)

The road sign said "keep left."

συντηρώ

transitive verb (support) (οικονομικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He works long hours to keep her and her five children.
Εργάζεται πολλές ώρες για να συντηρεί τον εαυτό της και τα πέντε παιδιά της.

φιλοξενώ, στεγάζω

transitive verb (UK (provide lodging) (παρέχω στέγη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She keeps five lodgers in her little house.
Φιλοξενεί πέντε ενοίκους στο σπιτάκι της.

συνεχίζω

transitive verb (continue on) (μια ενέργεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Keep going straight and you will find the store.
Συνέχισε να πηγαίνεις ίσια και θα βρεις το κατάστημα.

κρατάω, τηρώ

transitive verb (promise: fulfil) (μτφ: μια υπόσχεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Unlike some people, I keep my promises.
Αντίθετα από μερικούς ανθρώπους, εγώ κρατάω (or: τηρώ) τις υποσχέσεις μου.

κρατάω

transitive verb (+ prep, adv: protect) (μτφ: προστατεύω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She worked hard to keep her children out of trouble.
Εργαζόταν σκληρά για να κρατήσει τα παιδιά της μακριά από μπελάδες.

κρατάω

transitive verb (have custody of) (κηδεμονία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She kept the children after the divorce.
Κράτησε αυτή τα παιδιά μετά το διαζύγιο.

κρατάω, κρατώ

transitive verb (detain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police kept the men all night for questioning.

τα λογιστικά

noun (maintaining financial records)

Kevin is in charge of the company's bookkeeping.

τηρώντας

expression (conforming to [sth])

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
In keeping with tradition, the family members wore black clothing.
Τηρώντας την παράδοση, τα μέλη της οικογένειας ντύθηκαν στα μαύρα.

δεδομένου

conjunction (considering, remembering)

Keeping in mind the limited time we've had, I think we've done quite well.

ασυνεπής με κτ, ασύμβατος με κτ

verbal expression (not consistent)

διατήρηση της ειρήνης

noun (prevention of war)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The United Nations' efforts toward peacekeeping were appreciated by the civilians.
Οι πολίτες εκτίμησαν τις προσπάθειες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τη διατήρηση της ειρήνης.

ειρηνευτικός

adjective (for preventing war)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Peacekeeping forces moved into the war-torn area.
Οι ειρηνευτικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν στην εμπόλεμη περιοχή.

εγγραφή, καταχώρηση, καταγραφή, απογραφή

noun (maintaining accounts or log)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Accurate record keeping is of crucial importance.

διασφάλιση, περιφρούρηση

noun (secure storage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Linda put her diamonds in a locked metal box for safekeeping.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του keeping στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του keeping

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.