Τι σημαίνει το repair στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης repair στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του repair στο Αγγλικά.

Η λέξη repair στο Αγγλικά σημαίνει επιδιορθώνω, επισκευάζω, επιδιόρθωση, επισκευή, επιδιόρθωση, διόρθωση, επισκευή, συντήρηση, αποσύρομαι, αποκαθιστώ, αποκαθιστώ, ποδηλατάδικο, σετ επισκευής ελαστικών, μάστορας, συνεργείο, πηγαίνω, μεταβαίνω, κατάστημα επιδιόρθωσης παουτσιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης repair

επιδιορθώνω, επισκευάζω

transitive verb (fix, mend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The chair was broken, but Ian managed to repair it using some wood glue.
Η καρέκλα ήταν σπασμένη, αλλά ο Ίαν κατάφερε να την επιδιορθώσει (or: επισκευάσει) χρησιμοποιώντας κόλλα για ξύλο.

επιδιόρθωση, επισκευή

noun (often plural (fixing of [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paula called someone out to fix her washing machine and the repair took all afternoon. My brother is a mechanic; he mainly does car repairs.
Η Πόλα κάλεσε κάποιον να φτιάξει το πλυντήριό της και η επιδιόρθωση (or: επισκευή) κράτησε όλο το απόγευμα.

επιδιόρθωση, διόρθωση, επισκευή

noun (fixed part)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The repair to the table lasted a month, but then it broke again.

συντήρηση

noun (condition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This car is in poor repair. The building is old, but in good repair.

αποσύρομαι

intransitive verb (literary (go to) (λόγιος: σε κτ ή κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποκαθιστώ

transitive verb (figurative (restore or remedy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The two friends had fallen out, but Melanie managed to repair their relationship, by getting them to talk to each other.

αποκαθιστώ

transitive verb (make amends for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gareth didn't know how to repair the wrong he had done his children by leaving them.

ποδηλατάδικο

noun (business: mends cycles)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σετ επισκευής ελαστικών

noun (set of tools for patching a bicycle tyre)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
When my bicycle got a flat tire, I used my puncture repair kit to fix it.

μάστορας

noun (mechanic: male who fixes appliances)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συνεργείο

noun (garage, body shop: for vehicles)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πηγαίνω, μεταβαίνω

verbal expression (formal, literary (go to: a place)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After dinner, the gentlemen repaired to the smoking lounge.

κατάστημα επιδιόρθωσης παουτσιών

noun (place where footwear is mended)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του repair στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του repair

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.