Τι σημαίνει το equipment στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης equipment στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του equipment στο Αγγλικά.

Η λέξη equipment στο Αγγλικά σημαίνει εξοπλισμός, εξοπλισμός, ικανότητες, εφοδιασμός, εξοπλισμός, εξοπλισμός, αθλητικός εξοπλισμός, εξοπλισμός για κατασκήνωση, εξοπλισμός στο χώρο του πελάτη, βαρύς εξοπλισμός, εξοπλισμός για χόκεϊ, εξοπλισμός για χόκεϋ, εργαστηριακή συσκευή, εξοπλισμός ανύψωσης, ιατρικός εξοπλισμός, ατομικός προστατευτικός εξοπλισμός, ατομικός εξοπλισμός προστασίας, φωτογραφικός εξοπλισμός, ΜΑΠ, εξοπλισμός ηχογράφησης, εξοπλισμός ασφαλείας, αθλητικός εξοπλισμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης equipment

εξοπλισμός

noun (machines) (επίσημο: μηχανήματα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The ambulance carries a lot of medical equipment.
Το ασθενοφόρο μεταφέρει αρκετό ιατρικό εξοπλισμό.

εξοπλισμός

noun (furnishings, tools)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They sold all sorts of camping equipment.
Πουλούσαν κάθε είδους εξοπλισμό κάμπινγκ.

ικανότητες

noun (figurative (ability, knowledge)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I have the equipment to be the best in my field of work.
Έχω τις γνώσεις για να είμαι ο καλύτερος στον τομέα εργασίας μου.

εφοδιασμός, εξοπλισμός

noun (act of equipping) (επίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The army will not be ready until after the equipment of the troops.
Ο στρατός δε θα είναι έτοιμος μέχρι να ολοκληρωθεί ο εφοδιασμός των στρατευμάτων.

εξοπλισμός

noun (sports kit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He brought his soccer equipment with him in his bag.
Έφερε στην τσάντα του τον εξοπλισμό του ποδοσφαίρου.

αθλητικός εξοπλισμός

noun (sports apparatus)

εξοπλισμός για κατασκήνωση

noun (tents, sleeping bags, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξοπλισμός στο χώρο του πελάτη

noun (at customer's home, work)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βαρύς εξοπλισμός

noun (industrial machinery)

Once the factory had been sold they removed the heavy equipment.

εξοπλισμός για χόκεϊ, εξοπλισμός για χόκεϋ

noun (gear used in playing hockey)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργαστηριακή συσκευή

noun (apparatus for scientific research and experiments)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chemistry students are supposed to pay for the laboratory equipment they use.

εξοπλισμός ανύψωσης

noun (machinery for raising heavy loads)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ιατρικός εξοπλισμός

noun (doctor's or nurse's supplies)

ατομικός προστατευτικός εξοπλισμός, ατομικός εξοπλισμός προστασίας

noun (clothing worn for safety)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

φωτογραφικός εξοπλισμός

noun (camera, tripod, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
All my photographic equipment is fully insured.

ΜΑΠ

noun (initialism (personal protective equipment) (σντμ: μέσα ατομικής προστασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εξοπλισμός ηχογράφησης

noun (devices used for sound reproduction)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εξοπλισμός ασφαλείας

noun (protective clothing and accessories)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Students are not permitted in the laboratory without the proper safety equipment.

αθλητικός εξοπλισμός

noun (gear used to play sport)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του equipment στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του equipment

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.