Τι σημαίνει το strip στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης strip στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του strip στο Αγγλικά.
Η λέξη strip στο Αγγλικά σημαίνει λωρίδα, λωρίδα, διάδρομος προσγείωσης, γδύνω, ξεντύνω, τρίβω, ξύνω, ξεντύνομαι, γδύνομαι, λωρίδα, φανέλα, τρίβω, ξύνω, ξεστρώνω, αφαιρώ τον φλοιό από κτ, βγάζω τον φλοιό από κτ, γδέρνω, χαλάω, καταστρέφω, αποσυναρμολογώ, αφαιρώ, βγάζω, παίρνω, στερώ κτ από κπ, παίρνω κτ από κπ, αφαιρώ, βγάζω, αφαιρώ, βγάζω, αφαιρώ, αφαιρώ, βγάζω ταπετσαρία, μειώνω, ξεντύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου, ξεντύνομαι, στικ κοτόπουλου, στικ κοτόπουλο, κόμικς, λωρίδα φιλμ, διάδρομος προσγείωσης, μαγνητική ταινία, διαχωριστική νησίδα, πολύπριζο, λωρίδα με τραχεία επιφάνεια, στριπτιζάδικο, ταινία με φώτα, σειρά καταστημάτων γύρω από χώρο στάθμευσης, ανοικτό ορυχείο, επιφανειακή εξόρυξη, βγάζω, αφαιρώ, βγάζω, αφαιρώ, απομακρύνω, στριπ πόκερ, σωματικός έλεγχος με αφαίρεση ρούχων, κόντρα σπαλομπριζόλα χωρίς κόκαλο, στριπτίζ, εξορύσσω, ρουφώ το αίμα, γυμνώνω για σωματικό έλεγχο, ταινία για την απόφραξη χαραμάδων παραθύρων έναντι καιρικού ψύχους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης strip
λωρίδαnoun (long piece) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tear off a strip of paper. Σκίσε μια λωρίδα χαρτί. |
λωρίδαnoun (stripe, band) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The strip of yellow paint in the middle of the road is not a motorcycle lane! ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτή η κόκκινη λωρίδα στο δάπεδο σημαίνει ότι απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντες εργασία. |
διάδρομος προσγείωσηςnoun (aircraft runway) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Land the plane on the strip. Προσγείωσε το αεροπλάνο στο διάδρομο προσγείωσης. |
γδύνω, ξεντύνωtransitive verb (unclothe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Strip the baby and bathe him. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αφού γύμνωσε το θύμα, τη βίασε. |
τρίβω, ξύνωtransitive verb (remove paint from) (έπιπλα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I sometimes strip old furniture and then paint it. Κατά καιρούς τρίβω (or: ξύνω) παλιά έπιπλα και τα βάφω. |
ξεντύνομαι, γδύνομαιintransitive verb (undress) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He stripped and jumped into the water. Γδύθηκε και πήδηξε στο νερό. |
λωρίδαnoun (fringe) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The dress has a frilly strip at the waist. |
φανέλαnoun (UK (sports team kit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The team's away strip is red. |
τρίβω, ξύνωintransitive verb (remove paint) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Before repainting, we need to strip and sand. |
ξεστρώνωtransitive verb (remove bedsheets from) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We strip the bed every third day in summer. |
αφαιρώ τον φλοιό από κτ, βγάζω τον φλοιό από κτtransitive verb (remove bark from: a tree) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) If you strip the tree, it will lose all its sap and die. |
γδέρνωtransitive verb (flay: skin, flesh) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The thorns stripped the flesh from his bare arms. |
χαλάω, καταστρέφωtransitive verb (screw threads) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you strip the threads the screw will not hold. Αν χαλάσεις τις βόλτες της βίδας δεν θα κρατάει. |
αποσυναρμολογώtransitive verb (dismantle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The mechanic stripped the engine completely and then rebuilt it. |
αφαιρώ, βγάζω, παίρνω(remove parts from) (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They stripped the stolen car of its valuable parts. Αφαίρεσαν τα πολύτιμα εξαρτήματα από το αυτοκίνητο. |
στερώ κτ από κπ, παίρνω κτ από κπ(take away from) The businessman was found guilty of fraud and the court stripped him of his assets. |
αφαιρώ, βγάζωphrasal verb, transitive, separable (remove: wallpaper) (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Strip the wallpaper from the wall. |
αφαιρώ, βγάζωphrasal verb, transitive, separable (remove entirely) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We'll have to use the sandblaster to strip away all that paint. |
αφαιρώphrasal verb, transitive, separable (figurative (remove: [sth] superfluous) (που πλεονάζει, που είναι περιττό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφαιρώ, βγάζω ταπετσαρίαphrasal verb, transitive, separable (remove paint or wallpaper from) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνωphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (reduce: to essentials or basics) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In these economic hard times, many families have stripped their grocery budget down to a few staple items. Σε αυτή τη δύσκολη οικονομικά εποχή πολλές οικογένειες έχουν μειώσει τα ψώνια τους σε λίγα βασικά πράγματα. |
ξεντύνομαι, βγάζω τα ρούχα μουphrasal verb, intransitive (remove one's clothes) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I had to strip down to my underwear for my medical examination. |
ξεντύνομαιphrasal verb, intransitive (UK, informal (remove clothes) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If one is searched by the police, very often one must strip off. |
στικ κοτόπουλου, στικ κοτόπουλοnoun (thin boneless chicken goujon) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόμικςnoun (printed cartoon) (άκλιτο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Garfield comic strips are very funny. |
λωρίδα φιλμnoun (band of cinefilm) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διάδρομος προσγείωσηςnoun (runway) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The pilot was unable to see the landing strip due to thick fog. |
μαγνητική ταινίαnoun (machine-readable magnetic band) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαχωριστική νησίδαnoun (road: between opposing lanes) The red car swerved and landed on the median strip facing the wrong way. The car skidded through the barrier and onto the central reservation. |
πολύπριζοnoun (electrical extension lead) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You can plug your PC, monitor, and so on into a power strip. |
λωρίδα με τραχεία επιφάνειαnoun (raised road strip) (οδική ασφάλεια) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
στριπτιζάδικοnoun (erotic entertainment venue) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ταινία με φώταnoun (long fluorescent ceiling lights) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σειρά καταστημάτων γύρω από χώρο στάθμευσηςnoun (US (row of shops along parking area) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ανοικτό ορυχείοnoun (US (type of excavation site) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επιφανειακή εξόρυξηnoun (excavation method) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βγάζω(UK, informal (clothing: remove) (τα ρούχα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφαιρώ, βγάζω(paint, etc.: remove) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Before applying new wallpaper, I need to strip the old paper off the walls. |
αφαιρώ, απομακρύνω(remove completely) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you can strip out all the excess wording, you'll have a better report in the end. |
στριπ πόκερnoun (card game in which clothes are taken off) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'm far too shy ever to play strip poker. |
σωματικός έλεγχος με αφαίρεση ρούχωνnoun (inspection: clothes removed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The police officers carried out a strip search of the man who they had arrested. |
κόντρα σπαλομπριζόλα χωρίς κόκαλοnoun (cut of beef: sirloin) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στριπτίζnoun (erotic dance in which clothes are taken off) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The fraternity hired a woman to perform a striptease at the party. |
εξορύσσωtransitive verb (US (extract ore from open mine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The company strip-mined the area for coal. |
ρουφώ το αίμαtransitive verb (US, figurative (use ruthlessly) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Many of his stories have been strip-mined from his personal life. |
γυμνώνω για σωματικό έλεγχοtransitive verb (inspect without clothes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The US Marsals strip-searched the passenger who was suspected of carrying drugs. |
ταινία για την απόφραξη χαραμάδων παραθύρων έναντι καιρικού ψύχουςnoun (building material) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του strip στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του strip
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.