Τι σημαίνει το luz στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης luz στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του luz στο πορτογαλικά.

Η λέξη luz στο πορτογαλικά σημαίνει φως, φως, φωτιστικό, φως, φως, φως, φάρος, φως, οπτική, σκοπιά, λάμψη, φως, λάμπα, λυχνία, κοιλότητα, κυτταρική κοιλότητα, λάμψη, άστρο, ρεύμα, φως, αναβοσβήσιμο, φάρος, ημίφως, γεννάω, γεννώ, γεννάω, γεννώ, γεννάω, γεννώ, υπό το φως των κεριών, προστατευμένος από το φως, μέρα μεσημέρι, υπό τον έναστρο ουρανό, κάτω από τ'αστέρια, υπό τος φως του ηλίου, φως του ήλιου, φως του ήλιου, φως του ήλιου, φως της ημέρας, φως των αστεριών, το φως του κεριού, φανοστάτης, φως φρένων, το φως της φωτιάς, η λάμψη της φωτιάς, φως λυχνίας, πίσω προβολέας, φως του πυρσού, φως των πυρσών, φως λάμπας, προβολέας παρακολούθησης, εκτυφλωτικό φως, φως που αναβοσβήνει, έντονο φως, εκτυφλωτικό φως, λάμπα υπέρυθρης ακτινοβολίας, λυχνία πυράκτωσης, φωτάκι νυχτός, πίσω φως, πίσω φως, πίσω φανάρι, τηλεφωνικός πυλώνας, πορτοκαλί, τεχνητό φως, έτος φωτός, περιοχή όπου συχνάζουν ιερόδουλες, περιστρεφόμενος φάρος, περιστρεφόμενος φανός, ραγοδιακόπτης, οπίσθιος φωτισμός, φίλτρο φωτισμού, αλάρμ, προβολείς αυτοκινήτου, δεδομένου ότι, βλέπω φως στο τούνελ, καταλαβαίνω, έρχομαι στο φως,αποκαλύπτομαι, γεννάω, γεννώ, ανάβω, ανοίγω, ρίχνω φως σε κτ, προβολέας, ημέρα, μέρα, συγκεντρωτικός φακός, εφέ επικάλυψης, υπό το φως, γεννάω, γεννώ, ρίχνω φως, φέρνω μία ζωή στον κόσμο, φέρνω στην επιφάνεια, φεγγαρόλουστος, αυγή, σεληνόφως, γεννάω, γεννώ, ανασύρω, γεννάω, γεννώ, ευαισθητοποιώ, υπερφωτεινός, κόκκινο, λυχνία, κάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης luz

φως

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Essas plantas em particular crescem melhor na luz do que na escuridão.
Αυτά τα συγκεκριμένα φυτά μεγαλώνουν καλύτερα στο φως παρά στο σκοτάδι.

φως

substantivo feminino (iluminação)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Poderíamos ter um pouco de luz no recinto? Está muito escuro.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτό το δωμάτιο είναι πολύ σκοτεινό. Χρειάζεται λίγο φως.

φωτιστικό, φως

substantivo feminino (lâmpada)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Temos três luzes nesta sala.
Έχουμε τρία φωτιστικά σ' αυτό το δωμάτιο.

φως

(luz do dia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
É melhor você ir logo à loja enquanto tem luz do dia lá fora.
Καλύτερα να πας στο μαγαζί όσο είναι ακόμα μέρα.

φως

substantivo feminino (postes de luz)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eles instalaram luzes na rua para ficar mais seguro andar à noite.
Πέρασαν φώτα στο δρόμο, για να είναι ασφαλέστερο το περπάτημα τη νύχτα.

φάρος

substantivo feminino (farol)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Os marinheiros ficaram bem aliviados quando viram o Farol da Ilha Sambro à distância.
Οι ναύτες ανακουφίστηκαν μόλις είδαν το φάρο του νησιού στο βάθος.

φως

substantivo feminino (chama)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele conseguia ver o rosto dela à luz da vela.
Κατάφερε να δει το πρόσωπό της στο φως του κεριού.

οπτική, σκοπιά

substantivo feminino (ponto de vista) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele sempre viu as coisas numa luz negativa.
Πάντα έβλεπε τα πράγματα από αρνητική οπτική.

λάμψη

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela viu a luz nos olhos dele e soube que ele tivera uma boa ideia.
Είδε τη λάμψη στα μάτια του και κατάλαβε ότι είχε μια καλή ιδέα.

φως

substantivo feminino (arte, efeito)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Veja a luz no rosto da mulher nesta pintura.
Κοίταξε το φως στο πρόσωπο της γυναίκας σ' αυτόν τον πίνακα.

λάμπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lâmpada queimou na cozinha. Você pode trocá-la?
Κάηκε η λάμπα της κουζίνας. Μπορείς να την αλλάξεις;

λυχνία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A luz do farol acende ao anoitecer.

κοιλότητα

substantivo feminino (anatomia) (στην ανατομία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κυτταρική κοιλότητα

substantivo feminino (intestinal)

λάμψη

substantivo feminino (forte) (υπερβολικά έντονη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ron espirrou quando esbarrou com a brilhante luz do sol.
Ο Ρον φταρνίστηκε όταν βγήκε στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου.

άστρο

(figurado) (μεταφορικά, επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A luz da dinastia entrou em declínio no fim em 1600.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το άστρο του Μέγα Ναπολέοντα έδυσε μετά την ήττα στη μάζη του Βατερλό.

ρεύμα

substantivo feminino (eletricidade)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A casa ficou sem luz por três horas ontem à noite. Tivemos que acender velas e não pudemos ver TV.
Το ρεύμα έπεσε για τρεις ώρες στο σπίτι χθες. Χρειάστηκε να ανάψουμε κεριά και δεν μπορούσαμε να δούμε τηλεόραση.

φως

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aquele brilho lá longe vem do planeta Vênus.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Πέτρος διάβασε ένα βιβλίο υπό το φως ενός μικρού φαναριού.

αναβοσβήσιμο

substantivo masculino (luz) (φως)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φάρος

(figurado: pessoa inspiradora) (μεταφορικά: δίνει παράδειγμα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ημίφως

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γεννάω, γεννώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Minha ovelha pariu em maio.
Η προβατίνα γέννησε τον Μάιο.

γεννάω, γεννώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γεννάω, γεννώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A loba pariu dois filhotes.
Η λύκαινα γέννησε δύο μικρά.

υπό το φως των κεριών

locução adjetiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

προστατευμένος από το φως

locução adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μέρα μεσημέρι

expressão (abertamente) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

υπό τον έναστρο ουρανό, κάτω από τ'αστέρια

(do lado de fora, ao ar livre)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

υπό τος φως του ηλίου

(no sistema solar)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

φως του ήλιου

(brilho do sol)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φως του ήλιου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φως του ήλιου, φως της ημέρας

expressão (luz do sol)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φως των αστεριών

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το φως του κεριού

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φανοστάτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φως φρένων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το φως της φωτιάς, η λάμψη της φωτιάς

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φως λυχνίας

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πίσω προβολέας

(αυτοκινήτου)

φως του πυρσού, φως των πυρσών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φως λάμπας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προβολέας παρακολούθησης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εκτυφλωτικό φως

Όταν πέφτει αστραπή, βγαίνει ένα εκτυφλωτικό φως και άμεσα μια δυνατή βροντή.

φως που αναβοσβήνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έντονο φως

Eu tive que cobrir meus olhos por causa dessa luz forte.

εκτυφλωτικό φως

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λάμπα υπέρυθρης ακτινοβολίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λυχνία πυράκτωσης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φωτάκι νυχτός

substantivo masculino (luz noturna)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πίσω φως

(luz traseira do veículo ou luz traseira) (αυτοκινήτου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πίσω φως, πίσω φανάρι

(luz traseira de veículo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τηλεφωνικός πυλώνας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πορτοκαλί

(sinal de trânsito amarelo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τεχνητό φως

έτος φωτός

substantivo masculino plural (αστρονομία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

περιοχή όπου συχνάζουν ιερόδουλες

(parte da cidade frequentada por prostitutas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιστρεφόμενος φάρος, περιστρεφόμενος φανός

(ασθενοφόρα κτλ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ραγοδιακόπτης

(controle elétrico)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οπίσθιος φωτισμός

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

φίλτρο φωτισμού

substantivo masculino (cinema, TV: iluminação)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αλάρμ

(de veículo, carro)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

προβολείς αυτοκινήτου

(auto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεδομένου ότι

locução prepositiva

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
À luz dos desenvolvimentos recentes, seria apropriado rever as disposições.

βλέπω φως στο τούνελ

expressão (terminar um longo trabalho) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταλαβαίνω

expressão (figurado, entender)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έρχομαι στο φως,αποκαλύπτομαι

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Κάθε μέρα όλο και περισσότερες πληροφορίες για το σκάνδαλο έρχονται στο φως.

γεννάω, γεννώ

expressão verbal (participar no parto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sarah deu à luz na terça-feira.
Η Σάρα γέννησε την Τρίτη.

ανάβω, ανοίγω

(φως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω φως σε κτ

expressão verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προβολέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ημέρα, μέρα

(horas com luz)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συγκεντρωτικός φακός

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εφέ επικάλυψης

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπό το φως

locução prepositiva (iluminado por algo)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

γεννάω, γεννώ

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily deu à luz gêmeas no sábado passado.
Η Έμιλυ γέννησε δίδυμα κορίτσια το περασμένο Σάββατο.

ρίχνω φως

expressão verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φέρνω μία ζωή στον κόσμο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φέρνω στην επιφάνεια

locução verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Προσπάθησε να φέρεις στην επιφάνεια κάτι από το παρελθόν του, το οποίο να μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε εναντίον του.

φεγγαρόλουστος

locução adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυγή

(manhã)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σεληνόφως

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γεννάω, γεννώ

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανασύρω

locução verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γεννάω, γεννώ

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ευαισθητοποιώ

locução verbal (fotografia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπερφωτεινός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κόκκινο

λυχνία

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω

locução verbal (παιδιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Acho que Julie dará à luz a muitas crianças.
Πιστεύω ότι η Τζούλι θα γίνει μητέρα πολλών παιδιών.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του luz στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του luz

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.