Τι σημαίνει το lash στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lash στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lash στο Αγγλικά.

Η λέξη lash στο Αγγλικά σημαίνει μαστίγιο, μαστίγωμα, βλεφαρίδα, μαστιγώνω, δένω, χτύπημα, κουνάω, κουνώ, χτυπάω, χτυπώ, μαστιγώνω, επιτίθεμαι, ξεσπάω, ξεσπώ, ξεσαλώνω, σπαταλάω χρήματα σε κτ, ξεσπάω, ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ, ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ, δένω σφικτά, σχοινί σκηνής, γραμμή βλεφαρίδων, πρόχειρη κατασκευή, αυτοσχέδια κατασκευή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lash

μαστίγιο

noun (whip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Charles used a lash on the cattle to get them moving.
Ο Τσαρλς χρησιμοποίησε ένα μαστίγιο στα βοοειδή για να τα κάνει να μετακινηθούν.

μαστίγωμα

noun (stroke of whip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The criminal was sentenced to five lashes.
Ο εγκληματίας καταδικάστηκε σε πέντε βουρδουλιές.

βλεφαρίδα

noun (usually plural (eyelash)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Amy bought some mascara for her lashes.
Η Έιμι αγόρασε μάσκαρα για τις βλεφαρίδες της.

μαστιγώνω

transitive verb (strike with whip)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The guard lashed the criminal in front of a crowd.
Ο φρουρός μαστίγωσε τον εγκληματία παρουσία πλήθους.

δένω

transitive verb (bind, fasten)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Odysseus asked his crew to lash him to the mast of his ship.

χτύπημα

noun (impact against [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The lash of the wind against the sails damaged them.

κουνάω, κουνώ

intransitive verb (figurative (move like whip) (απότομα, νευρικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cat lashed its tail irritably.

χτυπάω, χτυπώ

intransitive verb (impact against)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The waves lashed against the side of the boat.

μαστιγώνω

phrasal verb, intransitive (rain: fall heavily, forcefully) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιτίθεμαι

phrasal verb, intransitive (try to strike)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Joyce was stroking the cat when it suddenly lashed out.
Η Τζόις χάιδευε τη γάτα όταν ξαφνικά χίμηξε.

ξεσπάω, ξεσπώ

phrasal verb, intransitive (figurative (attack verbally)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ian has a tendency to lash out if he thinks that he is being personally criticized.
Ο Ίαν έχει την τάση να ξεσπάει αν νομίζει πως τον κρίνουν σε προσωπικό επίπεδο.

ξεσαλώνω

phrasal verb, intransitive (UK, informal (extravagantly spend money) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
For our last holiday, we lashed out and booked a posh hotel.

σπαταλάω χρήματα σε κτ

(UK, informal (extravagantly spend money on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
For his 50th, James lashed out on a sports car.

ξεσπάω

(attack verbally) (σε κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She bottles up her anger towards her mother and then lashes out against her husband for no reason.

ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ

(try to strike)

Davies suddenly lashed out at his victim, punching Mr. Jackson to the ground.

ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ

(figurative (attack verbally)

Adam's always lashing out at everyone.

δένω σφικτά

(bind, fasten in place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχοινί σκηνής

noun (theater: rope for attaching scenery) (θέατρο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γραμμή βλεφαρίδων

noun (edge of eyelid)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρόχειρη κατασκευή, αυτοσχέδια κατασκευή

noun (UK ([sth] makeshift or improvised)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lash στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.