Τι σημαίνει το last στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης last στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του last στο Αγγλικά.

Η λέξη last στο Αγγλικά σημαίνει τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταία φορά, διαρκώ, κρατάω, επιβιώνω, φτάνω, αρκώ, επαρκώ, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταία νέα, το τέλος, καλαπόδι, η τελευταία στιγμή, τελευταίοι, αντέχω, κρατάω, αντέχω, αντέχω, υπομένω, αντέχω, επιβιώνω, στο τέλος, τελικά, επιτέλους, επιτέλους, τελικά, την τελευταία στιγμή, αφήνω την τελευταία μου πνοή, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, από την αρχή ως το τέλος, έχω τον τελευταίο λόγο, βγαίνω κερδισμένος, τέλος, τελευταία ευκαιρία, τελευταίες μέρες, κρατάω για πάντα, διαρκώ για πάντα, ύστατη πνοή, τελευταίος, τελευταία στιγμή, επώνυμο, επίθετο, χθες το βράδυ, χτες βράδυ, χθες τη νύχτα, επαρκώ, τελευταίο τέταρτο, τελευταία ελπίδα, τελευταία μετάληψη, τελικός γύρος, τελευταίος γύρος κεράσματος, τελικό στάδιο, τελική φάση, τελευταία στάση, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, ο Μυστικός Δείπνος, την προηγούμενη φορά, την τελευταία φορά, την προηγούμενη εβδομάδα, την περασμένη εβδομάδα., κατακλείδα, τελευταία λέξη, τελευταία λέξη, τελευταία λόγια, πέρσι, πέρυσι, έσχατος, ύστατος, τελευταία προσπάθεια, απεγνωσμένη προσπάθεια, της τελευταίας στιγμής, προτελευταίος, προτελευταίος, στα τελευταία μου, με το ένα πόδι στον τάφο, τιμώ, προτελευταίος, προτελευταίος, βλέπω κπ για τελευταία φορά, η τελευταία λέξη, η τελευταία λέξη του, η προπερασμένη εβδομάδα, την προπερασμένη εβδομάδα, μέχρι την τελευταία στιγμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης last

τελευταίος

adjective (final)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You really need to win this last race.
Πρέπει πραγματικά να κερδίσεις την τελευταία κούρσα.

τελευταίος

adjective (most recent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
What was the last book you read?
Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διάβασες;

τελευταίος

adjective (latest possible)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He went to the store at the last minute, just before it closed.
Πήγε στο μαγαζί την τελευταία στιγμή, λίγο πριν κλείσει.

τελευταίος

adjective (least suitable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He would be my last choice to help me; he is completely unreliable.
Θα ήταν η τελευταία μου επιλογή για να με βοηθήσει. Είναι εντελώς αναξιόπιστος.

τελευταία φορά

adverb (most recently)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Who spoke last, you or him? // I last saw him yesterday.
Ποιος μίλησε τελευταίος; Εσύ ή εκείνος;

διαρκώ

transitive verb (continue for a certain time)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The speech lasted thirty minutes.
Η ομιλία συνεχίστηκε για τριάντα λεπτά.

κρατάω

intransitive verb (duration)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The rainy weather lasted for ten straight days.
Ο βροχερός καιρός διήρκεσε δέκα συνεχόμενες μέρες.

επιβιώνω

intransitive verb (survive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The endangered species is not expected to last through the 21st century.
Τα είδη υπό εξαφάνιση δεν αναμένεται να αντέξουν τον εικοστό πρώτο αιώνα.

φτάνω, αρκώ, επαρκώ

intransitive verb (be sufficient)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our food supplies should last for two weeks.
Τα τρόφιμα θα πρέπει να μας φτάσουν για δύο εβδομάδες.

τελευταίος

adjective (figurative (least likely) (λιγότερο πιθανός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The gym? That is the last place you will find him.
Στο γυμναστήριο; Αυτό είναι το τελευταίο μέρος που θα τον βρεις.

τελευταίος

adjective (with authority)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The president always has the last word.
Τον τελικό λόγο τον έχει πάντα ο πρόεδρος.

τελευταίος

adjective (only remaining)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nobody ate the last bit of lasagne.
Κανένας δεν έφαγε το τελευταίο κομμάτι λαζάνια.

τελευταίος

adjective (lowest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The picnic is the last thing on my list; everything else is more important.
Το πικ νικ είναι το τελευταίο στις προτεραιότητές μου. Όλα τα άλλα είναι πιο σημαντικά.

τελευταίος

adjective (single) (κάθε άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We won't start eating until every last person arrives.
Δεν θα ξεκινήσουμε να τρώμε μέχρι να έρθει και ο τελευταίος καλεσμένος.

τελευταίος

noun (most recent thing)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The last is often the best.
Το τελευταίο είναι συχνά και το καλύτερο.

τελευταίος

noun (most recent person)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
There used to be lots of older people here, but the last moved away two years ago.
Υπήρχαν πολλοί ηλικιωμένοι εδώ, αλλά οι τελευταίοι έφυγαν πριν από δύο χρόνια.

τελευταία νέα

noun (final mention) (τελευταία αναφορά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That was the last we heard about her.
Αυτά ήταν τα τελευταία νέα που μάθαμε γι' αυτήν.

το τέλος

noun (end, death)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He remained faithful to the last.

καλαπόδι

noun (model of a foot) (υποδηματοποιΐα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The shoemaker used individual lasts to make each shoe.
Ο υποδηματοποιός χρησιμοποίησε διαφορετικά καλαπόδια για να φτιάξει το κάθε παπούτσι.

η τελευταία στιγμή

noun (the final moment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The movie, a murder mystery, kept us guessing to the last.

τελευταίοι

noun (only remaining person, thing) (όσοι ή όσα έχουν μείνει)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Robert Scott and his team were the last of the great explorers.
Ο Ρόμπερτ Σκοτ και η ομάδα του ήταν οι τελευταίοι από τους μεγάλους εξερευνητές.

αντέχω, κρατάω

intransitive verb (wear well) (μτφ: αντέχω στη φθορά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This shirt will last for years, it is so well made.
Αυτό το πουκάμισο θα αντέξει (or: κρατήσει) χρόνια, είναι πολύ καλοφτιαγμένο.

αντέχω

intransitive verb (endure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm not sure that I can last till the end of the workday. I might fall asleep before then.
Δεν είμαι σίγουρος αν θα αντέξω μέχρι το τέλος της μέρας. Μπορεί να με πάρει ο ύπνος μέχρι τότε.

αντέχω

phrasal verb, transitive, separable (endure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υπομένω, αντέχω, επιβιώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (endure, survive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dog is very ill and we are not sure whether he will last through the night.

στο τέλος, τελικά, επιτέλους

adverb (finally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At last, I've finished writing that report!
Επιτέλους, τελείωσα τη σύνταξη εκείνης της έκθεσης.

επιτέλους

expression (emphatic: finally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τελικά

expression (literary (at the end)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

την τελευταία στιγμή

expression (almost too late)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I managed to get tickets to the concert at the last minute. Our babysitter cancelled at the last minute, so we stayed home.

αφήνω την τελευταία μου πνοή

verbal expression (die)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After she received extreme unction, she breathed her last breath.

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

intransitive verb (lose a race, be the slowest) (σε αγώνα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

intransitive verb (be lowest in priority) (σε προτεραιότητα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

(be last in sequence)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
In the English alphabet, Z comes last.

πρώτα και κύρια, πρωταρχικά

adverb (above all else)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
His son's education comes first and last in his priorities.

από την αρχή ως το τέλος

adverb (all the way through)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
From first to last the meal was a gourmet delight.

έχω τον τελευταίο λόγο

intransitive verb (literal (make the final remark) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Amy and Jake can argue with each other for hours because each of them insists on having the last word.

βγαίνω κερδισμένος

verbal expression (figurative (triumph, win out) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although the students presented compelling reasons for moving the exam from Friday to Monday, the teacher had the last word, reminding them that to do so would cause the class to fall behind schedule.

τέλος

adverb (lastly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Last but not least, don't forget to ring me when you get there. Last but not least, I'd like to thank my husband for his support.

τελευταία ευκαιρία

noun (final opportunity)

τελευταίες μέρες

plural noun (before death) (της ζωής μου)

I would rather spend my last days on a beach than in a hospital.

κρατάω για πάντα, διαρκώ για πάντα

(continue for all time)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The couple were sure that their love would last forever.

ύστατη πνοή

noun (final breath before dying) (κυριολεκτικά)

Grandma took one last gasp before her eyes rolled back and I knew she was dead.

τελευταίος

adjective (figurative (attempt: final, desperate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He made a last-gasp effort to rescue the drowning dog, but unfortunately the current was too strong.

τελευταία στιγμή

noun (final moments before [sth])

Kathy always waits for the last minute to hand in her homework.

επώνυμο, επίθετο

noun (surname, family name)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Royal Family's last name is Windsor.
Το επώνυμο της Βασιλικής Οικογένειας είναι Ουίνσδορ.

χθες το βράδυ, χτες βράδυ

adverb (yesterday evening)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I went to bed very early last night - just after nine.
Πήγα για ύπνο πολύ νωρίς χτες το βράδυ, λίγο μετά τις εννιά.

χθες τη νύχτα

adverb (yesterday during the night)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
There was heavy snowfall in the area last night.
Χθες τη νύχτα, υπήρξε έντονη χιονόπτωση στην περιοχή.

επαρκώ

intransitive verb (be sufficient)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τελευταίο τέταρτο

(astronomy)

τελευταία ελπίδα

noun (desperate recourse)

As a last resort to win her heart, he bought 12 dozen roses for her. You are my last resort, if you don't lend me the money I will lose the house.

τελευταία μετάληψη

(religion)

τελικός γύρος

noun (sport: final bout) (σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He did not take the lead until the very last round of the contest.

τελευταίος γύρος κεράσματος

noun (informal (most recent, final, serving drinks to a group) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You bought the last round, so now it's my turn. We paid for the last round of drinks.

τελικό στάδιο, τελική φάση

noun (final part, final step)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After months of filling in forms, I am at the last stage of applying for British citizenship.

τελευταία στάση

noun (transport route: final destination)

This is the last stop; everyone must get off the bus.

η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι

noun (figurative (final source of irritation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That was the last straw! I can't take any more of your abuse; I'm leaving you.
Ως εδώ και μη παρέκει! Δεν αντέχω άλλο την κακοποίησή σου. Φεύγω.

ο Μυστικός Δείπνος

noun (meal eaten by Jesus and disciples)

When Mass is celebrated and we go for communion, it commemorates the Last Supper.

την προηγούμενη φορά, την τελευταία φορά

adverb (on the previous occasion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Last time I ate fast food, I got sick. The last time I saw you, you'd just come back from Japan.
Την τελευταία φορά που έφαγα σε φαστφουντάδικο αρρώστησα. Την προηγούμενη φορά που σε είδα, είχες μόλις γυρίσει από την Ιαπωνία.

την προηγούμενη εβδομάδα, την περασμένη εβδομάδα.

adverb (during the week before this one)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She quit her job last week.
Παραιτήθηκε απ' τη δουλειά της την προηγούμενη εβδομάδα.

κατακλείδα

noun (closing remark)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελευταία λέξη

noun (figurative (final work or statement) (μεταφορικά)

τελευταία λέξη

noun (figurative (most modern version) (μεταφορικά)

τελευταία λόγια

plural noun (final words spoken before dying)

His last words were "I don't feel so good."

πέρσι, πέρυσι

adverb (during the year before this one)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Last year I went on holiday to Italy.
Πέρυσι πήγα διακοπές στην Ιταλία.

έσχατος, ύστατος

adjective (final or desperate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τελευταία προσπάθεια, απεγνωσμένη προσπάθεια

noun (desperate final attempt)

της τελευταίας στιγμής

noun as adjective (hurried, almost too late)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There are always so many last-minute preparations before a wedding.

προτελευταίος

expression (penultimate, second to last)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My daughter was upset because her team finished next to last in the league. November is the next-to-last month of the year.
Η κόρη μου ήταν αναστατωμένη γιατί η ομάδα της βγήκε προτελευταία στο πρωτάθλημα. Ο Νοέμβρης είναι ο προτελευταίος μήνας του χρόνου.

προτελευταίος

noun (one before last)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The British cyclist didn't do very well in the race; he was next to last.

στα τελευταία μου, με το ένα πόδι στον τάφο

adverb (figurative, informal (about to fail) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That old car is on its last legs.

τιμώ

verbal expression (honour [sb] who has died)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He went to the funeral to pay his last respects to his beloved teacher.

προτελευταίος

adverb (in penultimate position)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Steve finished second to last in the race.

προτελευταίος

adjective (penultimate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The second-to-last item on the agenda is recycling.

βλέπω κπ για τελευταία φορά

verbal expression (informal (not encounter [sb] anymore)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η τελευταία λέξη

noun (final retort)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My brother has to have the last word in every argument.

η τελευταία λέξη του

noun (figurative (ultimate, most fashionable) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can always find the last word in haute couture in Paris.

η προπερασμένη εβδομάδα

noun (the week prior to last week)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

την προπερασμένη εβδομάδα

adverb (in the week prior to last week)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μέχρι την τελευταία στιγμή

adverb (to the final possible moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Don't wait until the last minute to buy your Christmas presents.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του last στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του last

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.