Τι σημαίνει το levantar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης levantar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του levantar στο πορτογαλικά.

Η λέξη levantar στο πορτογαλικά σημαίνει τραγουδώ πιο δυνατά, σηκώνομαι, σηκώνομαι, ξυπνώ, ανεβαίνω, σηκώνω, ανυψώνω, σηκώνω απότομα, υψώνω, σηκώνω, σηκώνω, παίρνω, ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα, σηκώνω, σηκώνω, ανεβάζω, σηκώνω, σηκώνω, σηκώνομαι, βγάζω, αφαιρώ, σηκώνω, σηκώνω, γίνομαι τσιριχτός, γίνομαι ψιλός, σηκώνομαι γρήγορα, χτίζω, κάνω, θέτω, σηκώνω, σταματώ, διακόπτω, ανασταίνω, ανεβάζω, σηκώνω, προκαλώ, επιφέρω, σηκώνω γρήγορα, ψηλώνω, σηκώνω, σηκώνω, τραβώ πάνω, σηκώνω, ανυψώνω, δυναμώνω, ανεβάζω, σηκώνω, ζυγιάζω, ανυψώνομαι, σηκώνω, ανεβάζω, σπρώχνω κτ προς τα επάνω, στήνω, σήκωμα, σηκώνομαι, σηκώνω, σηκώνω, ενθαρρύνω, συγκεντρώνω, χτίζω, κτίζω, προκαλώ, δημιουργώ, σηκώνομαι, δημιουργούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι, ξυπνάω, ξυπνώ, ανεβαίνω, κινούμαι προς τα επάνω, ανέρχομαι, αντιστέκομαι σε κπ/κτ, σηκώνομαι, σηκώνομαι, ξυπνάω, ξυπνώ, σηκώνομαι, ανεβάζω, ανύψωση, ξυπνάω, ξυπνώ, απογειώνομαι, σηκώνομαι, εφιστώ την προσοχή σε κτ, θέτω ένα ερώτημα, θέτω μια ερώτηση, συγκεντρώνω χρήματα, μαζεύω χρήματα, σηκώνομαι, ξυπνώ, μιλάω πιο δυνατά, σηκώνομαι από το κρεβάτι, ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ, απογειώνομαι, κάνω βάρη, εγείρω δεοντολογικά ζητήματα, εγείρω ζητήματα δεοντολογίας, εγείρω ζητήματα ηθικής, συγκεντρώνω χρήματα, βγαίνω μπροστά, θέτω το ερώτημα, αμφισβητώ, προετοιμάζομαι, ανυψώνομαι, επιμένω σε μικροπράγματα, ετοιμάζομαι για αγώνα, σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέρια, βοηθώ κπ να σηκωθεί, προκαλώ υποψίες, ξεκολλάω από κτ, ανεβάζω, σηκώνω, θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημα, ανεβάζω τον τόνο της φωνής, κάνω άρση βαρών, κρατάω από ψηλότερο σημείο, κάνω υπόθεση σχετικά με κτ, υποθέτω, εικάζω, αντιτίθεμαι σε κπ/κτ, ανατέλλω, ξεσηκώνομαι, ανασταίνομαι, σηκώνω στους ώμους μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης levantar

τραγουδώ πιο δυνατά

verbo transitivo (a voz)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σηκώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando eu estava na escola, tínhamos de nos levantar sempre que um professor entrava na sala de aula.
Όταν πήγαινα σχολείο, έπρεπε να σηκωνόμαστε όρθιοι κάθε φορά που έμπαινε στην τάξη ένας δάσκαλος. Παρακαλώ σηκωθείτε όρθιοι για να χαιρετίσετε τον Πρόεδρο.

σηκώνομαι, ξυπνώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu tive que levantar cedo hoje porque tinha uma reunião às 7h30.
Έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς σήμερα για μια συνάντηση στις 7:00 πμ.

ανεβαίνω

(roupa) (ρούχα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Αυτή η μίνι φούστα ανεβαίνει όταν κάθομαι.

σηκώνω, ανυψώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eventos sísmicos levantaram um pedaço do vale.
Η σεισμική δραστηριότητα έχει ανυψώσει ένα τμήμα της κοιλάδας.

σηκώνω απότομα

υψώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você levantar as caixas e entregá-las para mim, eu vou colocá-las no sótão.
Αν σηκώσεις τα κουτιά και μου τα δώσεις, θα τα βάλω στη σοφίτα.

σηκώνω, παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα

verbo transitivo (abruptamente) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σηκώνω

verbo transitivo (com o pé)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu corri pela praia levantando areia enquanto passava.
Έτρεχα στην παραλία σηκώνοντας άμμο καθώς προχωρούσα.

σηκώνω, ανεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um menino me pediu para levantá-lo para ele poder ver melhor o desfile.
Ένα πιτσιρίκι μου ζήτησε να το σηκώσω ψηλά για να μπορέσει να δει καλύτερα την παρέλαση.

σηκώνω

verbo transitivo (mão)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se alguém tiver uma pergunta, por favor, levante a mão.
Σηκώστε το χέρι σας, εάν έχετε κάποια ερώτηση.

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Derrubei o vaso e tive que levantá-lo de novo.
Έριξα το βάζο και έπρεπε να το σηκώσω πάλι όρθιο.

σηκώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Queiram levantar-se para o Hino Nacional, por favor.
Παρακαλούνται όλοι να εγερθούν για τον εθνικό ύμνο.

βγάζω, αφαιρώ

verbo transitivo (με μοχλό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jane tentou levantar a tampa do pote com uma faca e acidentalmente cortou seu polegar. Lisa levantou a tampa do bueiro.
Η Τζέιν προσπάθησε να βγάλει το καπάκι από το βάζο με ένα μαχαίρι και κατά λάθος έκοψε τον αντίχειρά της. Η Λίζα έβγαλε το κάλυμμα του φρεατίου.

σηκώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Levante a mão se você sabe a resposta.
Σήκωσε το χέρι σου εάν γνωρίζεις την απάντηση.

σηκώνω

verbo transitivo (cabeça)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele levantou a cabeça quando ouviu seu nome.
Σήκωσε το κεφάλι του, μόλις άκουσε το όνομά του.

γίνομαι τσιριχτός, γίνομαι ψιλός

(a voz) (πιο λεπτή φωνή)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

σηκώνομαι γρήγορα

Το κεφάλι του σκύλου σηκώθηκε γρήγορα.

χτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa levou três semanas para construir um celeiro lá.

κάνω, θέτω

verbo transitivo (questão) (ερώτηση, ερώτημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alguém na reunião levantou a ideia de terminar o trabalho mais cedo às sextas-feiras.

σηκώνω

verbo transitivo

Eles levantaram a ponte levadiça da estrada para deixar o barco passar.

σταματώ, διακόπτω

verbo transitivo (militar: cerco)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O exército atacante levantou o cerco da cidade murada depois de um mês.

ανασταίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jesus chamou o Lázaro morto, e o levantou.

ανεβάζω, σηκώνω

verbo transitivo (carro: com macaco)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate levantou seu carro para poder olhar as pastilhas de freio.

προκαλώ, επιφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A demissão do ministro está fadada a levantar o debate sobre as razões por trás dela.

σηκώνω γρήγορα

verbo transitivo

Ο σκύλος σήκωσε γρήγορα τα κεφάλι του.

ψηλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σηκώνω

(alguma coisa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σηκώνω

verbo transitivo (με κόπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter levantou seu amigo para ficar de pé.
Ο Πήτερ σήκωσε όρθιο τον φίλο του.

τραβώ πάνω, σηκώνω

verbo transitivo (roupas, suspensório) (για ενδύματα/τιράντες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανυψώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O carro foi içado para que o mecânico pudesse trabalhar embaixo.
Το αμάξι ανυψώθηκε για να μπορέσει ο μηχανικός να εργαστεί στο κάτω μέρος του.

δυναμώνω, ανεβάζω

verbo transitivo (aumentar volume)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Poderia aumentar o volume para que eu possa ouvir?
Μπορείς να δυναμώσεις (or: ανεβάσεις) τον ήχο για να ακούω;

σηκώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζυγιάζω

verbo transitivo (estimar o peso)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανυψώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Καθώς απογειωνόταν το αεροπλάνο, ένιωσα να ανυψώνομαι.

σηκώνω, ανεβάζω

(por baixo, por trás)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick empurrou Amy para fora da água.
Ο Ρικ έσπρωξε την Έιμι έξω από το νερό.

σπρώχνω κτ προς τα επάνω

(impulsionar ou pressionar para cima)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στήνω

(σκηνή, σκάλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os escoteiros armaram sua barraca assim que chegaram no local do acampamento.
Οι πρόσκοποι έστησαν τη σκηνή τους, μόλις έφθασαν στο χώρο της κατασκήνωσης. Η κατασκευαστική εταιρεία κτίζει μια καινούργια πολυκατοικία δίπλα στον ποταμό.

σήκωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Com um levantamento da mão, o líder sinalizou que ele estava pronto.
Με μια άρση του χεριού ο ηγέτης υπέδειξε ότι ήταν έτοιμος.

σηκώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
É meio-dia e Eugene ainda não se levantou.

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter mandou seu filho subir as calças antes deles entrarem no restaurante.

σηκώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele ergueu a bandeja acima das crianças.
Σήκωσε (or: ύψωσε) το δίσκο πάνω από τα παιδιά.

ενθαρρύνω

(figurado, dar suporte emocional)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκεντρώνω

verbo transitivo (dinheiro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Angariamos cinco mil dólares para a caridade.
Μαζέψαμε πέντε χιλιάδες δολάρια για το φιλανθρωπικό σκοπό.

χτίζω, κτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles ergueram a parede usando tijolos feitos na pedreira local.
Έχτισαν τον τοίχο χρησιμοποιώντας πλίνθους από πέτρα της περιοχής.

προκαλώ, δημιουργώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A oposição causou uma confusão na Câmara dos Deputados.

σηκώνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor, levantem-se para o hino nacional.
Παρακαλώ σηκωθείτε για τον εθνικό ύμνο.

δημιουργούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não antecipamos que surja algum problema.
Δεν περιμένουμε να δημιουργηθούν προβλήματα.

ξυπνάω, ξυπνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Acordo todo dia às seis horas.
Κάθε μέρα ξυπνάω στις έξι το πρωί.

ανεβαίνω, κινούμαι προς τα επάνω, ανέρχομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O sol da manhã gentilmente convence as flores a se levantarem para cumprimentá-lo.
Ο πρωινός ήλιος πείθει γλυκά τα λουλούδια να κινηθούν προς τα επάνω και να τον χαιρετίσουν.

αντιστέκομαι σε κπ/κτ

σηκώνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Levante-se dessa cadeira imediatamente e me ajude.
Τι κάθεσαι και με κοιτάς; Σήκω να με βοηθήσεις!

σηκώνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As plantas estavam murchas, mas logo se levantaram quando Karen as regou.

ξυπνάω, ξυπνώ

verbo pronominal/reflexivo (κυριολεκτικά, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σηκώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Levante-se, princesa adormecida!
Σήκω, ωραία κοιμωμένη!

ανεβάζω

(ηθικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os aplausos da multidão animaram o time.
Οι επευφημίες του κοινού ανέβασαν το ηθικό της ομάδας.

ανύψωση

(figurado, BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A escadinha de Ken fez o sofá atravessar a porta.
Η σπρωξιά του Κεν έστειλε τον καναπέ μέσα από την πόρτα.

ξυπνάω, ξυπνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os caçadores acordam com o nascer do sol.
Οι κυνηγοί ξυπνούν την αυγή.

απογειώνομαι

(BRA)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O avião decolou depois de um pequeno atraso.
Το αεροπλάνο απογειώθηκε με μικρή καθυστέρηση.

σηκώνομαι

verbo pronominal/reflexivo (sair da cama) (από το κρεβάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εφιστώ την προσοχή σε κτ

(figurado, informal) (θέμα, πρόβλημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θέτω ένα ερώτημα, θέτω μια ερώτηση

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mark levantou uma questão difícil durante a reunião e ninguém queria respondê-la.

συγκεντρώνω χρήματα, μαζεύω χρήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estamos levantando fundos para o programa de socorro do terremoto.

σηκώνομαι, ξυπνώ

(νωρίς το πρωί)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tenho uma conferência nesse sábado, então vou ter que acordar cedo.

μιλάω πιο δυνατά

(falar mais alto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σηκώνομαι από το κρεβάτι

expressão

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα μαλλιά του καθηγητή ήταν πάντα ανακατεμένα σαν να είχε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι.

ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ

expressão verbal (ameaçar golpe) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απογειώνομαι

(começar a voar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω βάρη

expressão verbal (exercício físico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu corro e levanto pesos quatro vezes por semana.
Τέσσερις φορές την εβδομάδα πάω για τρέξιμο και κάνω βάρη.

εγείρω δεοντολογικά ζητήματα, εγείρω ζητήματα δεοντολογίας, εγείρω ζητήματα ηθικής

locução verbal (ser moralmente complexo ou controverso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκεντρώνω χρήματα

(levantar fundos para uma causa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγαίνω μπροστά

(admitir algo, confessar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέτω το ερώτημα

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμφισβητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προετοιμάζομαι

expressão verbal (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανυψώνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιμένω σε μικροπράγματα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ετοιμάζομαι για αγώνα

(preparar-se para lutar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέρια

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βοηθώ κπ να σηκωθεί

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προκαλώ υποψίες

locução verbal

ξεκολλάω από κτ

(não estar de mau humor) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

ανεβάζω, σηκώνω

expressão verbal (veículo: para trocar pneu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O repórter levantou a questão de como lidar com o desemprego.

ανεβάζω τον τόνο της φωνής

(gritar) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω άρση βαρών

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele levanta pesos em competição. Quando levantam pesos, halterofilistas usam um cinto para protegerem a coluna e os rins
Κάνει άρση βαρών σε αγωνιστικό επίπεδο.

κρατάω από ψηλότερο σημείο

expressão verbal (μπαστούνι μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω υπόθεση σχετικά με κτ

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποθέτω, εικάζω

locução verbal (ότι/πως)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αντιτίθεμαι σε κπ/κτ

ανατέλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεσηκώνομαι

verbo pronominal/reflexivo (em oposição)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανασταίνομαι

(reviver)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jesus chamou o Lázaro morto, e ele levantou dos mortos.

σηκώνω στους ώμους μου

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O fazendeiro levantou o saco de grãos no ombro.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του levantar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του levantar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.