Τι σημαίνει το leve στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης leve στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του leve στο πορτογαλικά.
Η λέξη leve στο πορτογαλικά σημαίνει ελαφρύς, ελαφρύς, ελαφρύς, ελαφρύς, μικρόσωμος, ελαφρύς, ελαφρύς, ελαφρύς, απαλός, ελαφρύς, ελαφρύς, ανάλαφρος, ελαφρύς, ελαφρύς, ανάλαφρος, ελαφρύς, απαλός, ήπιος, λάιτ, λεπτός, πολύ ελαφρύς, ελαφρύς, αμυδρός, ανεπαίσθητος, ασήμαντος, μαλακός, ήρεμα, ήπιος, ελαφρύς, αέρινος, ελαφρύς, παραμικρός, διαίτης, περίτεχνος, φτωχικός, μικρός, σταδιακός, ελαφρύς, χαμηλός, απαλός, ήπιος, ελαφρύς, αέρινος, χυτός, αραχνοΰφαντος, ντελικάτος, ελαφρών βαρών, αθλητής κατηγορίας ελαφρών βαρών, χαϊδεύω, βραδινό, ξανθή μπίρα, συρτό χτύπημα, υποψία, σταδιακή κλίση, ελαφρά βιομηχανία, μαλακό ναρκωτικό, ανοιξιάτικο σακάκι, ανοιξιάτικο παλτό, ανοιξιάτικο σακάκι, κπ που κοιμάται ελαφριά, μαλακό πορνό, ελαφρύ γεύμα, είμαι ελαστικός με κπ, πατικώνω, ελαφρύτερος, πολύ ελαφρύς, πολύ ελαφρός, ελαφρύ γεύμα, σύμμεικτος, μετράω τα λόγια μου, μασάω τα λόγια μου, δεν το παρακάνω, τζόκινγκ, φτηνά, φίλημα, χάδι, mild, χτυπάω, χτυπώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης leve
ελαφρύςadjetivo (peso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dá-me a mala pesada e tu podes carregar a leve. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στο παραπάνω σχήμα οι τάσεις είναι ίσες, επειδή το νήμα είναι αβαρές. |
ελαφρύςadjetivo (fácil) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pega uns exercícios leves - nada muito exaustivo. Κάνε λίγη ελαφριά γυμναστική, όχι τίποτα δύσκολο. |
ελαφρύςadjetivo (figurado, comida) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Enquanto seu marido pediu um bife, ela pediu algo mais leve. Ενώ ο άντρας της παρήγγειλε μπριζόλα, αυτή προτίμησε κάτι πιο ελαφρύ. |
ελαφρύς(com pouco álcool) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Algumas pessoas preferem cerveja leve a bebidas muito alcoólicas. Μερικοί άνθρωποι προτιμούν την ελαφριά μπίρα σε σχέση με τα πιο βαριά αλκοολούχα ποτά. |
μικρόσωμοςadjetivo (peso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ela é muito forte para alguém tão leve! Είναι πολύ δυνατή, αν και τόσο μικρόσωμη! |
ελαφρύςadjetivo (roupa) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Você pode vestir uma jaqueta leve. Não está muito frio lá fora. Μπορείς να φορέσεις ένα ελαφρύ μπουφάν. Δεν κάνει πολύ κρύο έξω. |
ελαφρύςadjetivo (baixo volume) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Houve só uma leve negociação no mercado de commodities devido ao feriado. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχει ελαφριά κίνηση σήμερα στο κέντρο και μάλλον δεν θα δυσκολευτείς να βρεις θέση για το αυτοκίνητό σου. |
ελαφρύς, απαλόςadjetivo (baixa pressão) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O massagista tinha um toque bem leve. Ο μασέρ έχει πολύ ελαφρύ (or: απαλό) άγγιγμα. |
ελαφρύςadjetivo (despreocupado, não profundo) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ficamos conversando sobre coisas leves, nada sério. Κάναμε ελαφριά κουβεντούλα, τίποτα πολύ σοβαρό. |
ελαφρύςadjetivo (trivial) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sam me garantiu que seria um assunto leve e que eu não precisava me preocupar. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είναι αρκετά ελαφρύς, δεν μπορείς να συζητήσεις σοβαρά θέματα μαζί του. |
ανάλαφρος, ελαφρύς(delicado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A dançarina executava uns passos leves e delicados. Ο χορευτής έκανε μερικά ανάλαφρα (or: ελαφριά), λεπτεπίλεπτα βήματα. |
ελαφρύςadjetivo (de pouco peso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ele tem licença para voar aviões leves. Έχει δίπλωμα για ελαφρά αεροσκάφη. |
ανάλαφροςadjetivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) As garotas gostavam dele por causa da atitude leve e despreocupada dele em relação à vida. Άρεσε στα κορίτσια για την ανάλαφρη και ανέμελη στάση του προς τη ζωή. |
ελαφρύς, απαλόςadjetivo (vento) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fará sol, com uma leve brisa. Θα έχει κυρίως λιακάδα, με ένα ελαφρύ (or: απαλό) αεράκι. |
ήπιος(não forte) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Αντώνης έπαθε ελαφριά πνευμονία και ευτυχώς συνήλθε γρήγορα. |
λάιτ(informal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λεπτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Essa jaqueta leve não vai esquentar o suficiente quando anoitecer. Εκείνο το λεπτό τζάκετ δεν θα είναι αρκετά ζεστό όταν πέσει ο ήλιος. |
πολύ ελαφρύςadjetivo |
ελαφρύςadjetivo (tecido leve) (ύφασμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Janet arrumou suas roupas leves para sua viagem aos trópicos. |
αμυδρός, ανεπαίσθητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Havia um leve cheiro de rosas no quarto. Υπήρχε μια αμυδρή μυρωδιά από τριαντάφυλλα στο δωμάτιο. |
ασήμαντοςadjetivo (figurado, sem seriedade, trivial) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μαλακόςadjetivo (droga) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Maconha é considerada uma droga leve. Η μαριχουάνα θεωρείται μαλακό ναρκωτικό. |
ήρεμα(informal, figurado) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estou pegando leve hoje porque tenho que voltar para casa dirigindo. Θα το πάρω χαλαρά σήμερα γιατί πρέπει να οδηγήσω ως το σπίτι. |
ήπιος(figurado, inclinação) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Há uma leve inclinação pelas próximas duas milhas. |
ελαφρύςadjetivo (figurado, trivial) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A revista trouxe notícias pesadas, mas a maior parte era coisas leves, tipo moda. |
αέρινος(roupa) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελαφρύςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παραμικρόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαίτηςadjetivo (bebida) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Θα ήθελα ένα αναψυκτικό διαίτης, σας παρακαλώ. |
περίτεχνοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A decoração neste relógio francês é muito delicada |
φτωχικόςadjetivo (refeição) (γεύμα, μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Πήραμε ένα φτωχικό γεύμα που αποτελούνταν από ψωμί και τυρί. |
μικρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Topamos com um ligeiro problema, mas conseguiremos resolver em breve. |
σταδιακόςadjetivo (encosta) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No fundo do jardim, um declive suave leva ao campo. |
ελαφρύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Havia uma pequena brisa soprando. Φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι. |
χαμηλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απαλός, ήπιος, ελαφρύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Meu filho bateu a cabeça na quina da mesa, ainda bem que foi suave. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η βάρκα χτύπησε στην αποβάθρα με έναν ελαφρύ γδούπο. |
αέρινος, χυτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kate vestia um vestido solto. Η Κέιτ φορούσε ένα αέρινο φόρεμα. |
αραχνοΰφαντος(σχεδόν διάφανος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ντελικάτοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελαφρών βαρώνadjetivo (BRA: esporte ; POR: desporto) (άθλημα, κατηγορία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο αγώνας κατηγορίας ελαφρών βαρών θα αρχίσει στις 8 μ.μ. |
αθλητής κατηγορίας ελαφρών βαρώνsubstantivo masculino (BRA: esporte; POR: desporto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαϊδεύω(BRA) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βραδινό(refeição da noite: leve) Wendy estava com pouca fome, então ela fez um jantar leve de pão com queijo antes de ir deitar-se. Η Γουέντι πεινούσε λίγο και έτσι έφτιαξε ένα ελαφρύ βραδινό αποτελούμενο από ψωμί και τυρί πριν πάει για ύπνο. |
ξανθή μπίρα(tipo de) Όταν οι Αμερικάνοι λένε «μπίρα» εννοούν «λάγκερ». |
συρτό χτύπημαsubstantivo feminino (golfe) (γκολφ) |
υποψία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σταδιακή κλίσηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελαφρά βιομηχανία
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μαλακό ναρκωτικόsubstantivo feminino (substância química não considerada viciante) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ανοιξιάτικο σακάκι, ανοιξιάτικο παλτόsubstantivo feminino (jaqueta ou sobretudo leve) |
ανοιξιάτικο σακάκιsubstantivo feminino (jaqueta ou sobretudo leve) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κπ που κοιμάται ελαφριάexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαλακό πορνόsubstantivo feminino (pornografia menos explícita) |
ελαφρύ γεύμα(porção pequena) |
είμαι ελαστικός με κπexpressão verbal (informal) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πατικώνωexpressão (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ελαφρύτεροςlocução adjetiva (comparativo de superioridade) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O novo carro de Nate era mais eficiente porque era mais leve. Το νέο αυτοκίνητο του Νέιτ ήταν πιο αποδοτικό γιατί ήταν ελαφρύτερο. |
πολύ ελαφρύς, πολύ ελαφρόςadjetivo (extremamente leve) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελαφρύ γεύμα(baixa caloria) |
σύμμεικτοςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O novo carro possui rodas de liga leve. Το νέο αυτοκίνητο έχει τροχούς από κράμα μετάλλων. |
μετράω τα λόγια μου, μασάω τα λόγια μουexpressão verbal (μεταφορικά) |
δεν το παρακάνωverbo transitivo (informal) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τζόκινγκ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Amanda resolveu dar uma corrida leve esta manhã. Η Αμάντα αποφάσισε να πάει για τζόκινγκ σήμερα το πρωί. |
φτηνάlocução adverbial (sem severidade) (μτφ: ξεφεύγω, γλιτώνω) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ele realmente escapou com calma desta vez! Não acredito que seus pais não o castigaram! Πολύ φτηνά τη γλίτωσε αυτή τη φορά! Δεν το πιστεύω ότι οι γονείς του δεν τον τιμώρησαν! |
φίλημα, χάδι(μτφ: απαλό άγγιγμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ένιωσε το φίλημα (or: χάδι) του ανέμου στο γυμνό του μπράτσο. |
mildsubstantivo feminino (τύπος μπίρας) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Eles nos mandaram para um bar onde ainda podemos pedir cerveja leve. |
χτυπάω, χτυπώlocução verbal (ελαφριά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του leve στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του leve
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.