Τι σημαίνει το loom στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης loom στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του loom στο Αγγλικά.

Η λέξη loom στο Αγγλικά σημαίνει αργαλειός, ορθώνομαι, ορθώνομαι μπροστά σε κπ/κτ, καραδοκώ, παραμονεύω, ελλοχεύω, άξονας, ορθώνομαι απειλητικά, καραδοκώ, παραμονεύω, μηχανικός αργαλειός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης loom

αργαλειός

noun (textile machine)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jane had a loom at home where she would make her own fabrics.
Η Τζέιν είχε έναν αργαλειό στο σπίτι όπου έφτιαχνε τα δικά της υφάσματα.

ορθώνομαι

intransitive verb (look big, intimidating)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
To the north of the town, the volcano loomed.
Προς τα βόρεια της πόλης, ορθωνόταν ένα ηφαίστειο.

ορθώνομαι μπροστά σε κπ/κτ

intransitive verb (look big, intimidating)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The bully loomed over his victim and demanded his lunch money.

καραδοκώ, παραμονεύω

intransitive verb (figurative (appear imminent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The threat of war was looming.
Η απειλή του πολέμου ελλόχευε.

ελλοχεύω

(figurative (appear imminent) (ο κίνδυνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
With the possibility of losing his job looming over him, Ken started working on his CV.

άξονας

noun (part of an oar) (μέρος κουπιού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The rower laid the loom of the oar into the oar lock.

ορθώνομαι απειλητικά

phrasal verb, intransitive (rise ominously)

καραδοκώ, παραμονεύω

verbal expression (seem threatening, imminent) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The students were unable to enjoy their vacation because final exams loomed large.

μηχανικός αργαλειός

noun (machine for weaving textiles)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του loom στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.