Τι σημαίνει το loose στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης loose στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του loose στο Αγγλικά.

Η λέξη loose στο Αγγλικά σημαίνει χαλαρός, φαρδύς, άδετος, λυμένος, χαλαρά, αραιά, ασαφής, αόριστος, γενικός, ευρύτερος, ανεύθυνος, ασυλλόγιστος, ελευθέρων ηθών, χωρίς τίποτα να κάνω, ελευθερώνομαι, απελευθερώνομαι, χαλαρώνω, απελευθερώνομαι, απελευθερώνομαι, απολύω, το σκάω, χαλαρώνω, αιωρούμαι, κρέμομαι, χαλαρώνω, ηρεμώ, αφήνω ελεύθερο, αφήνω κπ ανεξέλεγκτο, απρόβλεπτος, ψιλά, χαλαρή ζεύξη, ελεύθερο άκρο, εκκρεμότητα, εκκρεμότητα, χαλίκι, χύμα φύλλα τσαγιού, χαλαρή σχέση, ελεύθερη σχέση, υδαρά κόπρανα, ξέφτια, ξέφτια, ξέφτια, εκκρεμότητες, φαρδύς, χαλαρός, με αφαιρούμενα φύλλα, με ολόκληρα φύλλα, με ευλύγιστα άκρα, που δεν κρατάει το στόμα του κλειστό, λυτός, ξεκολλάω, ξετινάζω, τακτοποιώ τις εκκρεμότητες, ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης loose

χαλαρός, φαρδύς

adjective (clothing, etc.: not tight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I must have lost weight, because my trousers are loose.
Πρέπει να έχω χάσει κιλά, γιατί το παντελόνι μου είναι χαλαρό (or: φαρδύ).

άδετος

adjective (not held in place)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The loose diamonds were worth thousands of dollars.
Τα άδετα διαμάντια άξιζαν χιλιάδες δολάρια.

λυμένος

adjective (not fastened)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
His mother made him tie his loose shoelaces.
Η μητέρα του τον έβαλε να δέσει τα λυμένα κορδόνια του.

χαλαρά, αραιά

adjective (not compressed, not compact) (ακολουθεί μετοχή ή επίθετο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The packing materials are loose, and move during shipping.
Τα υλικά της συσκευασίας ήταν χαλαρά (or: αραιά) τοποθετημένα και κουνιόνταν κατά τη διάρκεια της μεταφοράς.

ασαφής, αόριστος

adjective (figurative (vague)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We have only a loose outline of the plan.
Έχουμε μόνο μια ασαφή (or: αόριστη) περιγραφή του σχεδίου.

γενικός, ευρύτερος

adjective (figurative (not literal or precise) (μεταφορικά: ανακριβής)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She used a loose meaning of the word.
Χρησιμοποίησε μια γενική σημασία της λέξης.

ανεύθυνος, ασυλλόγιστος

adjective (figurative, informal (irresponsible, gossipy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is loose talk going around about you two. I don't believe a word of it.

ελευθέρων ηθών

adjective (figurative, pejorative, informal (promiscuous) (λόγιος, καθομιλουμένη)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
People called the young woman loose, but as far as she was concerned, she was just having a good time.
Ο κόσμος αποκαλούσε τη νεαρή κοπέλα «ελευθέρων ηθών», αλλά εκείνη θεωρούσε ότι απλά περνάει καλά.

χωρίς τίποτα να κάνω

adverb (informal, figurative (having nothing to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελευθερώνομαι, απελευθερώνομαι

verbal expression (figurative (free yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I thought I'd fastened the dog's chain securely but he must have broken loose.

χαλαρώνω

(become unfastened)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You better tighten that tire, it's starting to come loose.

απελευθερώνομαι

verbal expression (slang (become independent) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After six weeks of boot camp the recruits were ready to cut loose and have a few beers.

απελευθερώνομαι

verbal expression (slang (lose inhibitions, act wildly) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She really began to cut loose after she left home.

απολύω

(US, slang, figurative (fire from job)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

το σκάω

(informal (become free)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The next door neighbour's dog got loose again last night.

χαλαρώνω

(US, dated, slang (relax)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αιωρούμαι, κρέμομαι

verbal expression (be detached, dangle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Water was pouring from the roof because part of the gutter was hanging loose.

χαλαρώνω, ηρεμώ

verbal expression (slang, figurative (relax, be relaxed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hang loose, man - I'll be back in a minute.

αφήνω ελεύθερο

(set free, release)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
He let his dogs loose on my lawn and they made such a mess!
Έλυσε τα σκυλιά του στο γκαζόν μου και το έκαναν χάλια!

αφήνω κπ ανεξέλεγκτο

verbal expression (informal (allow to use freely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We should never have let the kids loose on the computer!
Ποτέ δεν πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά ανεξέλεγκτα στον υπολογιστή!

απρόβλεπτος

noun (figurative ([sb] who is unpredictable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Be careful when you talk to the manager; he's a loose cannon.
Πρόσεχε όταν μιλάς με τον διευθυντή, είναι απρόβλεπτος.

ψιλά

noun (small amount of coins)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Alan had some loose change in his pocket.

χαλαρή ζεύξη

noun (computing: flexible relationship)

ελεύθερο άκρο

noun (unfastened end of [sth])

εκκρεμότητα

noun (figurative, usually plural (unfinished business)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Your essay just isn't good enough: it's full of loose ends for a start.

εκκρεμότητα

noun (figurative, usually plural (unfinished detail)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company directors had one more loose end to tie up before they could announce the merger.
Οι διευθυντές της εταιρείας έπρεπε να διευθετήσουν ακόμα μία εκκρεμότητα, προτού ανακοινώσουν τη συγχώνευση.

χαλίκι

noun (small stones used in paths)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χύμα φύλλα τσαγιού

noun (tea: in the form of leaves)

χαλαρή σχέση, ελεύθερη σχέση

noun (flexible or informal relationship) (προσωπική σχέση)

υδαρά κόπρανα

plural noun (liquid faeces) (επίσημο)

ξέφτια

plural noun (sewing: unsecured threads)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ξέφτια

plural noun (hair, wool, etc: unsecured fibres)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ξέφτια

plural noun (sewing: unsecured strands)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκκρεμότητες

plural noun (figurative (unresolved issues)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

φαρδύς, χαλαρός

adjective (baggy, not tight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wear loose-fitting clothing to allow the skin to breathe.

με αφαιρούμενα φύλλα

noun as adjective (binder: with removable pages)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με ολόκληρα φύλλα

noun as adjective (tea: in the form of leaves) (όχι σε φακελάκι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με ευλύγιστα άκρα

adjective (having flexible arms and legs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν κρατάει το στόμα του κλειστό

adjective (gossiping, talking too freely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λυτός

adverb (unfettered)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The neighbor's dogs are on the loose and they are chasing our chickens.
Τα σκυλιά του γείτονα είναι λυτά και κυνηγάνε τις κότες μας.

ξεκολλάω

(loosen [sth] by pulling) (ανάλογα το είδος της κίνησης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξετινάζω

verbal expression (slang, figurative (free oneself from [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τακτοποιώ τις εκκρεμότητες

verbal expression (figurative (resolve a situation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο

(release, set free)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dogs were making such a noise that I turned them loose in the paddock.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του loose στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του loose

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.