Τι σημαίνει το appear στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης appear στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του appear στο Αγγλικά.

Η λέξη appear στο Αγγλικά σημαίνει εμφανίζομαι, φαίνομαι, φαίνεται, φαίνομαι, δείχνω, φαίνομαι να κάνω κτ, δείχνω να κάνω κτ, φαίνομαι, φαίνεται, μοιάζω, φαίνομαι, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, δημιουργούμαι, εμφανίζομαι, αντιπροσωπεύω, εκπροσωπώ, φαίνεται ότι, δημοσιεύω, εκδίδω, ερημοδικία, κλητεύω κπ να εμφανιστεί, κλήτευση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης appear

εμφανίζομαι, φαίνομαι

intransitive verb (come into view)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
At last, they appeared at the far end of the beach.
Τελικά, εμφανίστηκαν (or: φάνηκαν) στην άλλη άκρη της παραλίας.

φαίνεται

transitive verb (with clause: seem) (ότι, πως)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It appears you were correct after all.
Φαίνεται πως έχεις δίκιο τελικά.

φαίνομαι, δείχνω

verbal expression (seem, look)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Ken appears to be very dedicated to his family.
Ο Κεν φαίνεται (or: δείχνει) ότι είναι πολύ αφοσιωμένος στην οικογένειά του.

φαίνομαι να κάνω κτ, δείχνω να κάνω κτ

verbal expression (seem to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jenny appears to know what she's doing.
Η Τζένη φαίνεται (or: δείχνει) ότι ξέρει τι κάνει.

φαίνομαι

verbal expression ([sth]: seem) (να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The rain appears to be easing off.
Η βροχή φαίνεται να σταματά.

φαίνεται

verbal expression (person: seem) (ότι έχω κάνει κτ)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
I appear to have lost my umbrella.
Φαίνεται ότι έχασα την ομπρέλα μου.

μοιάζω, φαίνομαι

intransitive verb (with an adj: look)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The moon appeared huge through her telescope. Audrey appears relaxed.
Το φεγγάρι έμοιαζε (or: φαινόταν) τεράστιο από το τηλεσκόπιό της. Η Ώντρεϋ φαινόταν χαλαρή.

εμφανίζομαι

(play a role, perform)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He has appeared in several television shows.
Έχει εμφανιστεί σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές.

εμφανίζομαι

(be published)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The picture appeared in many newspapers.
Η εικόνα εμφανίστηκε σε πολλές εφημερίδες.

εμφανίζομαι

intransitive verb (occur)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The Black Death first appeared in England in 1348.

δημιουργούμαι

intransitive verb (come into being)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The United Nations appeared as a result of the desire for global stability.

εμφανίζομαι

intransitive verb (law: come before a court)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She will appear in court tomorrow to answer the charges.

αντιπροσωπεύω, εκπροσωπώ

(represent in court) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Your Honor, I'm James Alfred III, appearing for the defendant.
Κύριε Πρόεδρε, λέγομαι Τζέιμς Άλφρεντ Ιλ και αντιπροσωπεύω (or: εκπροσωπώ) τον κατηγορούμενο.

φαίνεται ότι

verbal expression (seem)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It appears as though your father is having a mid-life crisis.

δημοσιεύω, εκδίδω

verbal expression (be printed, be published)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My sister wrote a novel ten years ago, but I don't think it will ever actually appear in print.

ερημοδικία

noun (charge of not attending court)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλητεύω κπ να εμφανιστεί

verbal expression (often passive (call to appear in court) (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Karen has been summoned to appear before the High Court.
Η Κάρεν κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

κλήτευση

noun (call to appear in court)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The doctor received a summons to appear and give his evidence.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του appear στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του appear

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.