Τι σημαίνει το marcado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης marcado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του marcado στο ισπανικά.

Η λέξη marcado στο ισπανικά σημαίνει σημειωμένος, επισημασμένος, μαρκαρισμένος, που εξέχει, που προεξέχει, φθαρμένος, αδρός, πληγωμένος, σύμβολο, σημαδεμένος, έντονος, βαθύς, ουσιαστικός, καταδικασμένος, που έχει έκπτωση, αξιοσημείωτος, μαρκαρισμένος, σταμπαρισμένος, ξεκάθαρος, έντονος, σκαμμένος, σήμανση εγγράφου, ευδιάκριτος, διακριτός, σκληρός, μεγάλος, έντονος, βαρύς, βλογιοκομμένος, βλογιάρης, αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ, σχηματίζω, γρατζουνάω, γρατζουνίζω, περιγράφω, σκιαγραφώ, μαρκάρω, πυροσφραγίζω, χτυπάω, χτυπώ, εφαρμόζω ειδική σήμανση, μουτζουρώνω, κερδίζω, βάζω σελιδοδείκτη, σημειώνω, χαράσσω, χαράζω, δημιουργώ εσοχή, ορίζω, καθορίζω, δίνω, δείχνω, βάζω, μαρκάρω, σημαδεύω, χαρακτηρίζω, επισημαίνω, τραβάω, χαράσσω, χαράζω, χαράζω, σημειώνω, καθορίζω βάση αναφοράς, καθορίζω σημείο αναφοράς, σχηματίζω, σηματοδοτώ, χαρακτηρίζω, εκθέτω, παρουσιάζω, τικάρω, μαρκάρω, επιλέγω, σκοράρω, επισημαίνω, βάζω ετικέτα, κολλώ ετικέτα, σημαδεύω, χαράσσω, επισημαίνω, παίρνω φόρμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σχηματίζω τον αριθμό, βάζω, πετυχαίνω, κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί, δείχνω, σχεδιάζω κτ (σε κτ), χαράσσω κτ (σε κτ), κάνω γραφική παράσταση, σημαδεύω, σημειώνω, λεκιάζω, λερώνω, αφήνω ουλή, αφήνω σημάδι, κάνω σημάδι, αποτυπώνω, αφήνω ουλή σε κπ/κτ, αφήνω σημάδι σε κπ/κτ, ταχεία κλήση, βαριά προφορά, γεμάτος δάκρυα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης marcado

σημειωμένος, επισημασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ben encontró el punto marcado en el mapa.
Ο Μπεν βρήκε το σημειωμένο σημείο στο χάρτη.

μαρκαρισμένος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las grabaciones marcadas aparecían por separado al final del archivo.

που εξέχει, που προεξέχει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me rompe el corazón ver a esos niños hambrientos con todas las costillas marcadas.

φθαρμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El uso había dejado el escritorio marcado y rallado.
Η πολλή χρήση είχε κάνει το γραφείο να είναι σημαδεμένο και γδαρμένο.

αδρός

adjetivo (χαρακτηριστικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πληγωμένος

adjetivo (figurado, emocional) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σύμβολο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El marcado del cuchillo dice que fue hecho en Francia.

σημαδεμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los senderistas caminaron por el camino marcado.
Οι πεζοπόροι περπάτησαν κατά μήκος του σημαδεμένου μονοπατιού.

έντονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tim vino de Yorkshire hablando con un marcado acento.
Ο Τιμ ήταν από το Γιορκσάιρ και μιλούσε με έντονη προφορά.

βαθύς, ουσιαστικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ella tiene un marcado interés en la política.
Διακατέχεται από βαθύ (or: ουσιαστικό) ενδιαφέρον για την πολιτική.

καταδικασμένος

(figurado) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει έκπτωση

(descuento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tania compró los zapatos que estaban marcados a mitad de precio.

αξιοσημείωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Había una marcada diferencia entre los dos trabajadores.

μαρκαρισμένος, σταμπαρισμένος

adjetivo (ζώο: σημαδεμένο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El ganado no está marcado, nadie sabe de dónde ha salido.
Οι αγελάδες δεν είναι μαρκαρισμένες (or: σταμπαρισμένες) και έτσι δεν ξέρει κανείς από πού προέρχονται.

ξεκάθαρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Paula llevaba una falda limpia con los pliegues marcados.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Πώλα φορούσε μια καθαρή φούστα με έντονες πιέτες. Οι φωτογραφίες δράσης του Όουεν είναι πάντα καθαρές και έντονες.

έντονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los médicos han notado un pronunciado incremento de los casos de gripe.
Οι γιατροί έχουν παρατηρήσει μια έντονη αύξηση των περιστατικών γρίπης.

σκαμμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El rostro del anciano estaba arrugado y demacrado.

σήμανση εγγράφου

(τυπογραφία, εκτύπωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευδιάκριτος, διακριτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eugenia podía hacer la perceptible forma de una topera en el pasto.

σκληρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su cara tiene rasgos fuertes.

μεγάλος, έντονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah tiene un parecido muy fuerte con su primo.

βαρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El extranjero tenía un fuerte acento.

βλογιοκομμένος, βλογιάρης

adjetivo (piel)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχηματίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George marcó el número de Fred y escuchó como daba tono.
Ο Τζορτζ πληκτρολόγησε τον αριθμό του Φρεντ και το άκουσε να χτυπάει.

γρατζουνάω, γρατζουνίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, ¡ten cuidado de no marcar tus zapatos nuevos!

περιγράφω, σκιαγραφώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los animales marcan su territorio con señales visuales y aromáticas.

μαρκάρω, πυροσφραγίζω

(ζώα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El granjero marcó a la vaca con un hierro caliente.
Ο αγρότης μάρκαρε (or: πυροσφράγισε) την αγελάδα με πυρωμένο σίδερο.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo (στην ταμειακή μηχανή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aunque claramente valía $9.95, el empleado se confundió y marcó $19.95.
Παρόλο που η τιμή ήταν ξεκάθαρα 9.95 δολάρια ο ταμίας χτύπησε κατά λάθος 19.95.

εφαρμόζω ειδική σήμανση

verbo transitivo (revisión textos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por favor, marcar el documento para indicar si es negrita, cursiva o subrayado.
Παρακαλώ εφαρμόστε ειδική σήμανση στο έγγραφό σας για να υποδείξετε έντονα, πλάγια ή υπογραμμισμένα.

μουτζουρώνω

(en una superficie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños habían marcado las paredes con crayón.
Τα παιδιά μουτζούρωσαν όλους τους τοίχους με τις κηρομπογιές τους.

κερδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por cada canasta encestada marcas dos puntos para tu equipo.
Με κάθε καλάθι κερδίζεις δύο πόντους για την ομάδα σου.

βάζω σελιδοδείκτη

verbo transitivo (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Marcaré la página y lo leeré más tarde.

σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marca el texto que hay que estudiar.
Σημειώστε το κείμενο που θα πρέπει να μελετήσετε.

χαράσσω, χαράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si primero marcas el papel va a ser más fácil doblarlo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εξοργισμένος που πάρκαραν στη θέση του ο Πολ χάραξε με τα κλειδιά του την πλαϊνή πόρτα του αυτοκινήτου.

δημιουργώ εσοχή

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Él marcó la tapa utilizando punzón y un martillo.
Δημιούργησε μια εσοχή στο καπάκι χρησιμοποιώντας σφυρί και καλέμι.

ορίζω, καθορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a marcar el precio de la camisa en veinte dólares.
Ας ορίσουμε (or: καθορίσουμε) την τιμή του πουκάμισου στα είκοσι δολάρια.

δίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El campeón marcó el ritmo de la vuelta ciclista.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El termómetro marca 22 grados.
Το θερμόμετρο δείχνει 22 βαθμούς.

βάζω

verbo transitivo (deportes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El equipo visitante marcó un gol en la primera mitad.
Η φιλοξενούμενη ομάδα σκόραρε στο πρώτο μισό του αγώνα.

μαρκάρω, σημαδεύω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marca con una cinta los tallos de las flores que deseas comprar.

χαρακτηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Durante la guerra, cada noche estaba marcada por la violencia.
Κάθε βραδιά του πολέμου σημαδεύτηκε από βία.

επισημαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tienda marcó los productos rebajados con etiquetas rojas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το κατάστημα επισήμανε τα προϊόντα της προσφοράς με κόκκινες ετικέτες.

τραβάω

verbo transitivo (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A muchos estadounidenses se les dificulta marcar las erres.

χαράσσω, χαράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es más fácil doblar el papel si se marca primero.

χαράζω

verbo transitivo (con un corte, muesca)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El prisionero marcó otro día en la pared de su celda.

σημειώνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El joven caballo de carrera marcó su quinta victoria hoy.

καθορίζω βάση αναφοράς, καθορίζω σημείο αναφοράς

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχηματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El director del banco marcó los números en la caja fuerte.

σηματοδοτώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαρακτηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta camisa está marcada como talla L.
Η ετικέτα αυτού του πουκαμίσου γράφει «Large».

εκθέτω, παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esa camisa ajustada exhibe sus músculos de una manera muy atractiva.

τικάρω, μαρκάρω

(marcar con una tilde) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark seleccionó el texto que quería copiar.
Ο Μαρκ επέλεξε το κείμενο που ήθελε να αντιγράψει.

σκοράρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El delantero del equipo anotó en el último minuto.
Ο επιθετικός της ομάδας σκόραρε στο τελευταίο λεπτό.

επισημαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los errores fueron señalados en el margen.
Τα λάθη σημειώθηκαν στο περιθώριο.

βάζω ετικέτα, κολλώ ετικέτα

(κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El operario del supermercado tiene que etiquetar las latas de sopa.
Ο εργαζόμενος του καταστήματος πρέπει να βάλει (or: κολλήσει) ετικέτες στις κονσέρβες με τη σούπα.

σημαδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gato arañó la pata de la mesa con sus garras.
Η γάτα σημάδεψε το πόδι του τραπεζιού με τα νύχια της.

χαράσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El capitán trazó el rumbo del barco en el mapa.
Ο καπετάνιος χάραξε τη ρότα του πλοίου στον χάρτη.

επισημαίνω

(σε γράφημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bonnie trazó los puntos en el gráfico.
Η Μπόνι επισήμανε τα σημεία στη γραφική παράσταση.

παίρνω φόρμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu peinado se arreglará bien si usas este fijador.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

σχηματίζω τον αριθμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Wendy descolgó el teléfono y empezó a llamar.

βάζω, πετυχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jugador hizo un gol en el segundo tiempo.
Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο.

κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El estilista arregló el pelo de la mujer maravillosamente.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El termómetro indicaba doce grados.

σχεδιάζω κτ (σε κτ), χαράσσω κτ (σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Traza la línea en el gráfico.
Σχεδίασε την ευθεία στο γράφημα.

κάνω γραφική παράσταση

(πολλά σημεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dibuja la solución en el gráfico.
Σημείωσε τη λύση στο γράφημα.

σημαδεύω, σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λεκιάζω, λερώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El artista golpeó accidentalmente el lienzo húmedo y manchó el cuadro.

αφήνω ουλή, αφήνω σημάδι, κάνω σημάδι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es un corte bastante chungo. Seguro que te va a dejar cicatriz.
Είναι άσχημο κόψιμο. Πιθανόν να κάνει σημάδι.

αποτυπώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El trabajador dejó su huella en el cemento.

αφήνω ουλή σε κπ/κτ, αφήνω σημάδι σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La bala le hizo a Laura una cicatriz en la pierna.
Η σφαίρα άφησε σημάδι στο πόδι της Λόρα.

ταχεία κλήση

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βαριά προφορά

nombre masculino

Mari Pili todavía no puede hablar inglés sin un marcado acento español.

γεμάτος δάκρυα

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του marcado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.