Τι σημαίνει το marquant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης marquant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του marquant στο Γαλλικά.
Η λέξη marquant στο Γαλλικά σημαίνει σημαντικός,αξιόλογος, καθοριστικός, ορόσημο, αξιόλογος, αξιοσημείωτος, έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος, αξιοσημείωτος, σημαντικός, περιγράφω, σκιαγραφώ, μαρκάρω, πυροσφραγίζω, χτυπάω σε ρυθμό, σκοράρω, αφήνω ουλή σε κπ/κτ, αφήνω σημάδι σε κπ/κτ, ορίζω, εξατομικεύω, κερδίζω, σημαδεύω, βάζω σελιδοδείκτη, μελανιάζω, σημαδεύω, φτάνω στην πρώτη βάση, βάζω, πετυχαίνω, καλύπτω, αποτελώ πλήγμα, είμαι πλήγμα, καρφώνω, βάζω, χαράσσω, χαράζω, χαράζω, αφήνω σημάδια σε κτ, σηματοδοτώ, οριοθετώ, παίζω έναν ρυθμό, επισυνάπτω, βρίσκω, χαράσσω, χαράζω, χαρακτηρίζω, μουτζουρώνω, σημειώνω, επισημαίνω, χαρακτηρίζω, σημειώνω πόντους, σημειώνω σκορ, χαράζω, αποθηκεύω κτ στους σελιδοδείκτες, κρατάω λογαριασμό, κάνω κεφαλιά, ρίχνω κεφαλιά, δείχνω, επισημαίνω, αποκορύφωμα, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης marquant
σημαντικός,αξιόλογοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quels sont les événements marquants de l'année ? |
καθοριστικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ορόσημο(événement) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le Congrès a pris une décision marquante la semaine dernière en réduisant les impôts des petites entreprises. Το Κογκρέσο κατέληξε σε απόφαση-σταθμό την περασμένη εβδομάδα όταν μείωσε τη φορολογία των μικρών επιχειρήσεων. |
αξιόλογος, αξιοσημείωτος(σημαντικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quels ont été les films les plus mémorables de l'année 2012 ? Ποιες ήταν οι πιο αξιόλογος ταινίες του 2012; |
έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son jeu a été exceptionnel (or: extraordinaire) au cours de ce match ; on ne devrait pas s'attendre à revoir de telles prouesses de sitôt. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο τρόπος που έπαιξε σε αυτόν τον αγώνα ήταν έξοχος (or: εξαιρετικός), και δεν θα έπρεπε να περιμένουμε να ξαναδούμε τέτοιο επίπεδο από αυτόν ξανά σύντομα. |
αξιοσημείωτος, σημαντικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sarah devait rédiger un texte sur un évènement marquant arrivé en Chine à la fin du 19e siècle. Η Σάρα έπρεπε να γράψει μια εργασία για ένα αξιοσημείωτο (or: σημαντικό) γεγονός που συνέβη στην Κίνα τη δεκαετία του 1850. |
περιγράφω, σκιαγραφώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les animaux marquent leur territoire avec des signaux visuels et olfactifs. |
μαρκάρω, πυροσφραγίζωverbe transitif (du bétail) (ζώα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le fermier marqua la vache au fer rouge. Ο αγρότης μάρκαρε (or: πυροσφράγισε) την αγελάδα με πυρωμένο σίδερο. |
χτυπάω σε ρυθμόverbe transitif (le rythme) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le batteur marquait le rythme. |
σκοράρωverbe intransitif (Sports) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'équipe a marqué à la dernière minute. Ο επιθετικός της ομάδας σκόραρε στο τελευταίο λεπτό. |
αφήνω ουλή σε κπ/κτ, αφήνω σημάδι σε κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La balle a marqué la jambe de Laura. Η σφαίρα άφησε σημάδι στο πόδι της Λόρα. |
ορίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le bord de la zone de visualisation est marqué par du ruban jaune. Η άκρη της περιοχής των θεατών έχει οριστεί με κίτρινη ταινία. |
εξατομικεύω(du linge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κερδίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) À chaque panier, tu marques deux points pour ton équipe. Με κάθε καλάθι κερδίζεις δύο πόντους για την ομάδα σου. |
σημαδεύωverbe transitif (psychologiquement) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La négligence de ses parents a marqué l’enfant. Η αμέλεια των γονιών σημάδεψε το παιδί. |
βάζω σελιδοδείκτηverbe transitif (σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je vais marquer cette page et je la lirai plus tard. |
μελανιάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ne tire pas sur mon bras comme ça, je marque facilement. Μην μου τραβάς το χέρι έτσι. Μελανιάζω εύκολα. |
σημαδεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chat a marqué le pied de la table avec ses griffes. Η γάτα σημάδεψε το πόδι του τραπεζιού με τα νύχια της. |
φτάνω στην πρώτη βάσηverbe intransitif (Base-ball) (μπέιζμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a marqué au huitième tour de batte. |
βάζω, πετυχαίνωverbe transitif (un but) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le joueur a marqué un but dans la deuxième mi-temps. Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο. |
καλύπτωverbe transitif (Sports) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a superbement marqué le joueur star, et son équipe a gagné. |
αποτελώ πλήγμα, είμαι πλήγμαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nouvelle de la mort de son père la marqua terriblement. |
καρφώνωverbe transitif (Sports) (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Et il marque le panier pour faire match nul. |
βάζωverbe transitif (un but) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'équipe visiteuse a marqué un but en première période. Η φιλοξενούμενη ομάδα σκόραρε στο πρώτο μισό του αγώνα. |
χαράσσω, χαράζωverbe transitif (du papier, du carton) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est plus facile de plier le papier en le marquant au préalable. |
χαράζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le prisonnier a marqué un autre jour sur le mur de sa cellule. |
αφήνω σημάδια σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le passage incessant de camions a marqué la route de campagne. |
σηματοδοτώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
οριοθετώ(ορίζω όρια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω έναν ρυθμό(le tempo) Rufus s'est mis à battre le tempo à la batterie. |
επισυνάπτω(mettre une étiquette) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Τζέιμς επισύναψε το αρχείο στο email ώστε το αφεντικό του να μπορέσει να δει ποιο ήταν το πρόβλημα. |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αν και οι αντίπαλοι υπερείχαν από κάθε άποψη, η ομάδα κατάφερε παρ' όλα αυτά να πετύχει ως δια μαγείας αρκετά γκολ για να κερδίσει το παιχνίδι. |
χαράσσω, χαράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εξοργισμένος που πάρκαραν στη θέση του ο Πολ χάραξε με τα κλειδιά του την πλαϊνή πόρτα του αυτοκινήτου. |
χαρακτηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La violence a caractérisé chaque nuit de la guerre. Κάθε βραδιά του πολέμου σημαδεύτηκε από βία. |
μουτζουρώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'enfant a marqué les murs avec du crayon. Τα παιδιά μουτζούρωσαν όλους τους τοίχους με τις κηρομπογιές τους. |
σημειώνω, επισημαίνω, χαρακτηρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les entrées marquées "privé" ne sont pas visibles par les autres utilisateurs. |
σημειώνω πόντους, σημειώνω σκορverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποθηκεύω κτ στους σελιδοδείκτες(Internet) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Carole aime ajouter à ses favoris les pages qui proposent ses recettes préférées. |
κρατάω λογαριασμόverbe transitif (για κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nina a enregistré les ventes de billets. Η Νίνα κατέγραψε τις πωλήσεις εισιτηρίων. |
κάνω κεφαλιά, ρίχνω κεφαλιάlocution verbale (Football) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le joueur de foot fit une tête et marqua un but. |
δείχνωverbe transitif (mesure) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le thermomètre indique (or: marque) 22 degrés. Το θερμόμετρο δείχνει 22 βαθμούς. |
επισημαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le magasin indiquait (or: marquait) les articles en solde par des prix étiquetés en rouge. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το κατάστημα επισήμανε τα προϊόντα της προσφοράς με κόκκινες ετικέτες. |
αποκορύφωμα(η πιο σημαντική στιγμή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La visite de la Tour Eiffel fut un temps fort de notre voyage. Το αποκορύφωμα του ταξιδιού ήταν η επίσκεψη στον Πύργο του Άιφελ. |
adjectif (restant à l'esprit) Le référendum sur la régionalisation fut une étape marquante de la Ve République. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του marquant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του marquant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.