Τι σημαίνει το meant στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης meant στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meant στο Αγγλικά.
Η λέξη meant στο Αγγλικά σημαίνει σημαίνω, θέλω, θέλω, σημαίνω, σημαίνω, εννοώ, εννοώ, τσιγκούνης, κακός, μοχθηρός, κακός, απλός, ποταπός, τιποτένιος, κακός, κακόβουλος, κακοπροαίρετος, άθλιος, κολασμένος, φοβερός, μέσος, μέσος όρος, μέσος όρος, μέσο, μέσα, μέσα, είμαι αποφασισμένος, σκοπεύω, σημαίνω, σημαίνω, σημαίνω, ώρα Γκρίνουιτς, ώρα Γκρίνουιτς, χρυσή τομή, ώρα Γκρίνουιτς, ώρα Γκρίνουιτς, σε ώρα Γκρίνουιτς, θέλω να πω, το εννοώ, μιλάω σοβαρά, δεν το ήθελα, μέσος όρος βαθμολογίας, υπονοώ, υπαινίσσομαι, μέση τιμή, έχω καλές προθέσεις, έχω καλή πρόθεση, εννοώ αυτά που λέω, κακοπροαίρετος, υποχώρηση προς το μέσο, μέση τετραγωνική ρίζα, σταθμισμένος μέσος όρος, Τι εννοείς;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης meant
σημαίνωtransitive verb (word: signify) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) What does the word 'available' mean? Τι πάει να πει «available»; |
θέλωverbal expression (intend) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm sorry. I never meant to hurt you. Συγγνώμη. Δεν ήθελα (or: είχα σκοπό) να σε πληγώσω. |
θέλω(intend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Did I just step on your foot? Sorry. I didn't mean to. Σου πάτησα το πόδι; Συγγνώμη, δεν το είχα σκοπό (or: πρόθεση). |
σημαίνωtransitive verb (signify) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A green light means "go." Το πράσινο φως σημαίνει «φύγαμε». |
σημαίνωtransitive verb (with a clause: signify) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πράσινο φως σημαίνει (or: πάει να πει) ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε. |
εννοώtransitive verb (say sincerely) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I really mean it when I say you're beautiful. Το εννοώ πραγματικά όταν λέω ότι είσαι όμορφη. |
εννοώtransitive verb (allude to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I don't mean her, I mean her husband! Δεν εννοώ αυτήν, εννοώ τον άντρα της. |
τσιγκούνηςadjective (stingy, miserly) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He is a mean man, unlike his generous brother. Είναι τσιγκούνης, όχι σαν τον γενναιόδωρο αδερφό του. |
κακός, μοχθηρόςadjective (informal (malicious, unkind) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That was a mean thing you did. Αυτό που έκανες ήταν κακία. |
κακόςadjective (inferior) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That's a mean imitation of an artwork. Είναι μια κακή απομίμηση ενός έργου τέχνης. |
απλόςadjective (low in rank, station) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My grandmother was just a mean factory worker. Η γιαγιά μου ήταν μια απλή υπάλληλος εργοστασίου. |
ποταπός, τιποτένιοςadjective (base) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) His motives are mean and vile. Τα κίνητρά του είναι ποταπά (or: τιποτένια) και χυδαία. |
κακόςadjective (ill-tempered) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He has a mean disposition, and grumbles at everything. Είναι δύσκολος χαρακτήρας και γκρινιάζει με τα πάντα. |
κακόβουλος, κακοπροαίρετοςadjective (malevolent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He has a mean streak - you can see it in his eyes. Έχει κακά στοιχεία ο χαρακτήρας του - φαίνεται στα μάτια του. |
άθλιοςadjective (shabby) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She was dressed in old and mean clothes, but was still the prettiest girl there. Φορούσε άθλια (or: κουρελιασμένα) ρούχα, αλλά και πάλι ήταν η πιο όμορφη κοπέλα στο χώρο. |
κολασμένοςadjective (slang (impressive) (μεταφορικά, αργκό) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The bartender makes a mean martini. Ο μπάρμαν φτιάχνει κολασμένα μαρτίνι. |
φοβερόςadjective (slang (skilful) (μτφ, καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That Frank is a mean bricklayer. Αυτός ο Φρανκ είναι φοβερός χτίστης. |
μέσοςadjective (intermediate, average) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The mean score on the test was 70%. Η μέση βαθμολογία στο τεστ ήταν 70%. |
μέσος όροςnoun (middle point) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Today's temperature is near the mean for this time of year. Η σημερινή θερμοκρασία είναι κοντά στο μέσο όρο για αυτή την εποχή του χρόνου. |
μέσος όροςnoun (mathematics: average) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The mean is the average value of a set of numbers. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μπορείς να υπολογίσεις τον μέσο όρο αυτών των αριθμών; |
μέσοnoun (method, way) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) "The end justifies the means." «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». |
μέσαplural noun (methods, tools) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) With his tools and his brain, he had the means to repair any stove. Με τα εργαλεία και το μυαλό του έχει τα μέσα να επιδιορθώσει οποιονδήποτε φούρνο. |
μέσαplural noun (money, wealth) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Kevin lacks the means to buy a sports car. Ο Κέβιν δεν έχει τα μέσα για να αγοράσει σπορ αυτοκίνητο. |
είμαι αποφασισμένος(be determined) (να κάνω κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) I mean to win that race, even if it kills me! Είμαι αποφασισμένος να κερδίσω τον αγώνα, ακόμα κι αν αυτό με σκοτώσει! |
σκοπεύωtransitive verb (intend) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tony means to finish his drink in one gulp. Ο Τόνι σκοπεύει να τελειώσει το ποτό του με μια γουλιά. |
σημαίνωtransitive verb (entail) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A delay in our flight means a missed connection. Η καθυστέρηση σε αυτήν την πτήση σημαίνει (or: θα πει) ότι θα χάσουμε και την επόμενη. |
σημαίνωtransitive verb (informal (likely to result in) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This means war! Αυτό σημαίνει πόλεμο! |
σημαίνωtransitive verb (with gerund: involve) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No, I can't take you to your sister's house now, as that would mean driving across town and back in the rush hour. |
ώρα Γκρίνουιτςnoun (initialism (Greenwich Mean Time) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) GMT is a time zone that includes the British Isles. |
ώρα Γκρίνουιτςadverb (initialism (Greenwich Mean Time) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The event is scheduled to take place at 2200 hours GMT. |
χρυσή τομήnoun (perfect moderate position) |
ώρα Γκρίνουιτςnoun (universal time) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Mountain standard time is plus 8 hours from Greenwich Mean Time. |
ώρα Γκρίνουιτς, σε ώρα Γκρίνουιτςadverb (universal time) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The time is 12 o'clock, Greenwich Mean Time. Η προθεσμία λήγει στις 3 μμ ώρα Γκρίνουιτς. |
θέλω να πωexpression (that is to say) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) How are you? I mean, have you recovered completely from your illness? Πώς είσαι; Θέλω να πω, έχεις συνέλθει εντελώς από την αρρώστια; |
το εννοώexpression (it's true) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When I say I care about you, I mean it. |
μιλάω σοβαράverbal expression (be serious about [sth]) |
δεν το ήθελαverbal expression (not intend to cause hurt) (για κάτι αρνητικό που προκάλεσα) I'm sorry you were upset by my suggestion. I meant no harm. |
μέσος όρος βαθμολογίαςnoun (average result) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The mean score on this test was 65%. |
υπονοώ, υπαινίσσομαιverbal expression (imply) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Did you mean to suggest that you didn't like my shirt? |
μέση τιμήnoun (mathematics: average) |
έχω καλές προθέσεις, έχω καλή πρόθεσηverbal expression (have good intentions) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Even though you meant well, what you said was hurtful. |
εννοώ αυτά που λέωverbal expression (speak sincerely) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Does he mean what he says, or is he just making an empty promise? |
κακοπροαίρετοςadjective (with unkind intentions) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υποχώρηση προς το μέσοnoun (statistics) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Regression to the mean is an important statistical phenomenon. |
μέση τετραγωνική ρίζαnoun (mathematics) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The students learnt how to calculate the root mean square of a set of numbers. |
σταθμισμένος μέσος όροςnoun (mean obtained by favoring certain factors) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Τι εννοείς;expression (asking for clarification) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I don't know the word "combustion"--what do you mean? |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meant στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του meant
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.