Τι σημαίνει το meaning στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης meaning στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meaning στο Αγγλικά.

Η λέξη meaning στο Αγγλικά σημαίνει σημασία, έννοια, σημασία, νόημα, σημασία, σημαίνω, θέλω, θέλω, σημαίνω, σημαίνω, εννοώ, εννοώ, τσιγκούνης, κακός, μοχθηρός, κακός, απλός, ποταπός, τιποτένιος, κακός, κακόβουλος, κακοπροαίρετος, άθλιος, κολασμένος, φοβερός, μέσος, μέσος όρος, μέσος όρος, μέσο, μέσα, μέσα, είμαι αποφασισμένος, σκοπεύω, σημαίνω, σημαίνω, σημαίνω, αποδεκτή σημασία, αποδεκτή έννοια, βαθύτερο νόημα, αμφισημία, βαθυστόχαστος, δίνω νόημα σε κτ, κρυφό νόημα, κυριολεκτικό/ακριβές νόημα, νέο νόημα, πραγματική σημασία, αληθινό νόημα, ακριβής σημασία, συμβολισμός, πραγματικό νόημα, κρυμμένο μήνυμα, που έχει καλή πρόθεση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης meaning

σημασία, έννοια

noun (sense of a word)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What is the meaning of 'lean'?
Ποιο είναι το νόημα της λέξης «σκύβω»;

σημασία

noun (significance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He thought hard, trying to find the meaning of the puzzle clue.
Σκεφτόταν πυρετωδώς, προσπαθώντας να βρει τη σημασία (or: το νόημα) του στοιχείου του γρίφου.

νόημα

noun (intent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's hard to tell with a typed message if someone's meaning is literal or ironic.
Είναι δύσκολο να καταλάβεις από ένα γραπτό μήνυμα αν το νόημα είναι κυριολεκτικό ή ειρωνικό.

σημασία

noun (importance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Events in Africa often have no meaning for people in India. It doesn't affect their lives at all.

σημαίνω

transitive verb (word: signify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What does the word 'available' mean?
Τι πάει να πει «available»;

θέλω

verbal expression (intend) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm sorry. I never meant to hurt you.
Συγγνώμη. Δεν ήθελα (or: είχα σκοπό) να σε πληγώσω.

θέλω

(intend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did I just step on your foot? Sorry. I didn't mean to.
Σου πάτησα το πόδι; Συγγνώμη, δεν το είχα σκοπό (or: πρόθεση).

σημαίνω

transitive verb (signify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A green light means "go."
Το πράσινο φως σημαίνει «φύγαμε».

σημαίνω

transitive verb (with a clause: signify) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πράσινο φως σημαίνει (or: πάει να πει) ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε.

εννοώ

transitive verb (say sincerely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I really mean it when I say you're beautiful.
Το εννοώ πραγματικά όταν λέω ότι είσαι όμορφη.

εννοώ

transitive verb (allude to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't mean her, I mean her husband!
Δεν εννοώ αυτήν, εννοώ τον άντρα της.

τσιγκούνης

adjective (stingy, miserly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is a mean man, unlike his generous brother.
Είναι τσιγκούνης, όχι σαν τον γενναιόδωρο αδερφό του.

κακός, μοχθηρός

adjective (informal (malicious, unkind)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That was a mean thing you did.
Αυτό που έκανες ήταν κακία.

κακός

adjective (inferior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That's a mean imitation of an artwork.
Είναι μια κακή απομίμηση ενός έργου τέχνης.

απλός

adjective (low in rank, station)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My grandmother was just a mean factory worker.
Η γιαγιά μου ήταν μια απλή υπάλληλος εργοστασίου.

ποταπός, τιποτένιος

adjective (base)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His motives are mean and vile.
Τα κίνητρά του είναι ποταπά (or: τιποτένια) και χυδαία.

κακός

adjective (ill-tempered)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has a mean disposition, and grumbles at everything.
Είναι δύσκολος χαρακτήρας και γκρινιάζει με τα πάντα.

κακόβουλος, κακοπροαίρετος

adjective (malevolent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has a mean streak - you can see it in his eyes.
Έχει κακά στοιχεία ο χαρακτήρας του - φαίνεται στα μάτια του.

άθλιος

adjective (shabby)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was dressed in old and mean clothes, but was still the prettiest girl there.
Φορούσε άθλια (or: κουρελιασμένα) ρούχα, αλλά και πάλι ήταν η πιο όμορφη κοπέλα στο χώρο.

κολασμένος

adjective (slang (impressive) (μεταφορικά, αργκό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The bartender makes a mean martini.
Ο μπάρμαν φτιάχνει κολασμένα μαρτίνι.

φοβερός

adjective (slang (skilful) (μτφ, καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That Frank is a mean bricklayer.
Αυτός ο Φρανκ είναι φοβερός χτίστης.

μέσος

adjective (intermediate, average)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The mean score on the test was 70%.
Η μέση βαθμολογία στο τεστ ήταν 70%.

μέσος όρος

noun (middle point)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Today's temperature is near the mean for this time of year.
Η σημερινή θερμοκρασία είναι κοντά στο μέσο όρο για αυτή την εποχή του χρόνου.

μέσος όρος

noun (mathematics: average)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The mean is the average value of a set of numbers.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μπορείς να υπολογίσεις τον μέσο όρο αυτών των αριθμών;

μέσο

noun (method, way)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
"The end justifies the means."
«Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».

μέσα

plural noun (methods, tools)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
With his tools and his brain, he had the means to repair any stove.
Με τα εργαλεία και το μυαλό του έχει τα μέσα να επιδιορθώσει οποιονδήποτε φούρνο.

μέσα

plural noun (money, wealth)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Kevin lacks the means to buy a sports car.
Ο Κέβιν δεν έχει τα μέσα για να αγοράσει σπορ αυτοκίνητο.

είμαι αποφασισμένος

(be determined) (να κάνω κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I mean to win that race, even if it kills me!
Είμαι αποφασισμένος να κερδίσω τον αγώνα, ακόμα κι αν αυτό με σκοτώσει!

σκοπεύω

transitive verb (intend) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tony means to finish his drink in one gulp.
Ο Τόνι σκοπεύει να τελειώσει το ποτό του με μια γουλιά.

σημαίνω

transitive verb (entail)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A delay in our flight means a missed connection.
Η καθυστέρηση σε αυτήν την πτήση σημαίνει (or: θα πει) ότι θα χάσουμε και την επόμενη.

σημαίνω

transitive verb (informal (likely to result in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This means war!
Αυτό σημαίνει πόλεμο!

σημαίνω

transitive verb (with gerund: involve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No, I can't take you to your sister's house now, as that would mean driving across town and back in the rush hour.

αποδεκτή σημασία, αποδεκτή έννοια

noun (common definition or use)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dictionaries explain the accepted meanings of words.

βαθύτερο νόημα

noun (subtext, greater significance)

After becoming religious, Julie found deeper meaning in the most mundane of tasks.

αμφισημία

noun (ambiguity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Much of the humour in Shakespeare's writing comes from double meanings.

βαθυστόχαστος

adjective (deeply symbolic or significant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That song is full of meaning to me.

δίνω νόημα σε κτ

verbal expression (make [sth] significant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When a student tells me how I helped him in life, it gives meaning to everything I do.

κρυφό νόημα

noun (subtext)

If you dissect the pun in that sentence, it carries an additional hidden meaning.

κυριολεκτικό/ακριβές νόημα

noun (strict, not figurative sense)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When people say they are dying to see you, they don't expect you to take the literal meaning.

νέο νόημα

noun (enhanced or additional significance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The spoiled kid gave new meaning to the word "brat.".

πραγματική σημασία

noun (true significance)

The real meaning of the word decimate is to kill one man in ten.

αληθινό νόημα

noun (deep significance)

Love is the real meaning of life.

ακριβής σημασία

noun (literal or original sense)

The strict meaning of the word “Jew” is an Israelite of the tribe of Juda.

συμβολισμός

noun (what [sth] represents)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Flowers often have a symbolic meaning; red roses represent love, for example.
Τα λουλούδια συχνά έχουν συμβολική σημασία, για παράδειγμα, τα κόκκινα τριαντάφυλλα αντιπροσωπεύουν τον έρωτα.

πραγματικό νόημα

noun (real significance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All of the holiday advertising makes us forget the true meaning of Christmas.

κρυμμένο μήνυμα

noun (implicit significance, subtext)

I had a hard time trying to determine the poem's underlying meaning.

που έχει καλή πρόθεση

adjective (having good intentions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sandra is well meaning, but can be a bit annoying.
Η Σάντρα έχει καλή πρόθεση, αλλά μπορεί να γίνει λίγο ενοχλητική.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meaning στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του meaning

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.