Τι σημαίνει το meat στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης meat στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meat στο Αγγλικά.
Η λέξη meat στο Αγγλικά σημαίνει κρέας, σάρκα, μυς, ζουμί, ζουμί, αλλαντικά, καβουρόψιχα, κρέας από μπούτι, ελάφι, αλλαντικό, λαρδί, κατσικίσιο κρέας, κιμάς, άπαχο κρέας, σκληρό κρέας, αλλαντικό, αλλαντικά, άνθηση χρώματος κρέατος, κόφτης κρέατος, χασάπης, κρεοπώλης, κρεατοφάγος, σαρκοφάγος, κρεατομηχανή, κρεαταγορά, μέρος για ερωτικές γνωριμίες, μπιφτέκι, κρεατόπιτα, φανάρι, μαγειρικό θερμόμετρο, ασθενοφόρο, σαρκοφάγος, κεφτές, ανόητος, συσκευασία κρέατος, κιμάς, κιμάς, μείγμα σταφίδων, ζάχαρης, τεμαχισμένων φρούτων και μπαχαρικών για γέμιση σε γλυκά, κιμάς, ένα κομμάτι κρέας, κρέας από τα πλευρά, ωμό κρέας, κόκκινο κρέας, επεξεργασμένο κρέας, λουκάνικο, καπνιστό κρέας, δίνω τροφή, άσπρο κρέας, άσπρο κρέας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης meat
κρέαςnoun (food: animal flesh) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She doesn't eat meat. She is vegetarian. Δεν τρώει κρέας. Είναι χορτοφάγος. |
σάρκαnoun (fleshy edible part of [sth]) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The meat of the walnut is tasty. Η σάρκα του καρυδιού είναι πολύ νόστιμη. |
μυςnoun (informal, figurative (muscle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There is a lot of meat on that bodybuilder. Αυτός ο μποντιμπιλτεράς είναι όλος μυς. |
ζουμίnoun (figurative (essence, crux, gist) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The meat of the issue was his refusal to pay for anything. Το ζουμί της υπόθεσης ήταν ότι αρνήθηκε να πληρώσει οτιδήποτε. |
ζουμίnoun (figurative (substance) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There isn't much meat to his argument. Δεν έχει πολύ ζουμί το επιχείρημά του. |
αλλαντικάnoun (US (meat: cooked, sliced) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) What do you want in your sandwich: cheese, or cold meat? Τι θέλεις να έχει το σάντουιτς σου: τυρί ή αλλαντικά; |
καβουρόψιχαnoun (edible flesh of the crab) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She ordered the crab meat salad and a glass of white wine. |
κρέας από μπούτιnoun (poultry: flesh of the legs) (πουλερικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The dark meat of the bird is often the tastiest part. |
ελάφιnoun (venison) (μεταφορικά: κρέας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αλλαντικόnoun (abbr (cold sliced meats) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λαρδίnoun (US (cut of pork) (χοιρινό λίπος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κατσικίσιο κρέαςnoun (edible flesh of a goat) Goat meat is the most widely consumed meat in the world. |
κιμάςnoun (finely chopped beef, lamb, etc.) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άπαχο κρέαςnoun (animal flesh which is not fatty) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jack Spratt could eat no fat, so his wife gave Jack only the lean meat. |
σκληρό κρέαςnoun (figurative (animal flesh that is tough to chew) Ian is a terrible cook. The leathery meat he served us was almost impossible to chew. |
αλλαντικόnoun (cooked sliced meat) (συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lunch meats are used as fillings for sandwiches. |
αλλαντικάnoun (UK (processed meat, spam) (σε φέτες) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
άνθηση χρώματος κρέατοςnoun (meat: reddening) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόφτης κρέατοςnoun (butcher's tool) (εργαλείο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χασάπης, κρεοπώληςnoun (US (butcher) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κρεατοφάγοςnoun ([sb] who eats animal flesh) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My sister is a vegetarian but the rest of us are meat eaters. |
σαρκοφάγοςnoun (animal that eats animal flesh, carnivore) (για ζώα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hawks, large cats, wolves are examples of meat eaters or carnivores. |
κρεατομηχανήnoun (machine: minces meat) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I use the meat grinder to make hamburger and sausage. |
κρεαταγοράnoun (place where meat is sold) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέρος για ερωτικές γνωριμίεςnoun (disapproving, slang (bar, club, etc.) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μπιφτέκιnoun (burger) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κρεατόπιταnoun (pastry containing meat) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I will use the leftovers from the meal to make a meat pie. |
φανάριnoun (storage cupboard for meat) (παλαιό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) People used to store food in a meat safe. Ο κόσμος συνήθιζε να αποθηκεύει τα τρόφιμα σε φανάρια. |
μαγειρικό θερμόμετροnoun (device used to check temperature of cooked meat) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Insert a meat thermometer into the roast to make sure it is cooked through. |
ασθενοφόροnoun (slang (ambulance) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σαρκοφάγοςadjective (carnivore, consumes meat) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κεφτέςnoun (food: ground meat) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) My favorite food as a child was spaghetti and meatballs. |
ανόητοςnoun (US, Can, informal (foolish person) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Don't be such a meatball; if you do that, you're going to get in trouble. |
συσκευασία κρέατοςnoun (packaging of meat products) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κιμάςnoun (UK (ground beef, lamb, etc.) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tom bought some fresh mince from the butcher. Ο Τομ αγόρασε λίγο φρέσκο κιμά από το χασάπη. |
κιμάςnoun (US (hamburger) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μείγμα σταφίδων, ζάχαρης, τεμαχισμένων φρούτων και μπαχαρικών για γέμιση σε γλυκάnoun (minced spiced fruit) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My mother prepared the mincemeat for the pie. |
κιμάςnoun (UK (ground meat) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We don't have any vegetable pies, only mincemeat. |
ένα κομμάτι κρέαςnoun (figurative (person seen as sex object) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρέας από τα πλευράnoun (beef: meat from ribs) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ωμό κρέαςnoun (uncooked animal flesh) |
κόκκινο κρέαςnoun (steak, lamb, etc.) Red meat generally has a stronger flavour than white meat. |
επεξεργασμένο κρέαςnoun (meat that is processed and shaped) Nutritionists say that reformed meat is less healthy than unprocessed meat. |
λουκάνικοnoun (minced and processed pork) (κρέας από) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καπνιστό κρέαςnoun (animal flesh cooked by smoking) |
δίνω τροφήverbal expression (US, figurative (incite or appease one's followers) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άσπρο κρέαςnoun (light-coloured poultry flesh) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Turkey flesh is mostly white meat; the leg meat is darker. |
άσπρο κρέαςnoun (lean animal flesh) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) White meat is healthier as it contains less fat than red meat. Do you prefer white meat or dark meat? Το άσπρο κρέας είναι πιο υγιεινό καθώς περιέχει λιγότερο λίπος από το κόκκινο κρέας. Προτιμάς άσπρο ή κόκκινο κρέας; |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meat στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του meat
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.