Τι σημαίνει το mercado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mercado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mercado στο ισπανικά.

Η λέξη mercado στο ισπανικά σημαίνει αγορά, αγορά, αγορά, αγορά, αγορά, αγορά, εμπόριο, αγορά, μάρκετινγκ, σούπερ μάρκετ, λαϊκή αγορά, πουλάω, πουλώ, ξεπούλημα, ανάκληση προϊόντος, AMEX, διακίνηση, εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι, διαθέσιμος, στραγγαλισμός της αγοράς, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αγορά που υφίσταται κρίση, ευημερία, ευπραγία, θετική τάση στο χρηματιστήριο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, υπαίθρια αγορά, ανάλυση αγοράς, αναλυτής αγοράς, αναλύτρια αγοράς, έρευνα αγοράς, χρηματαγορά, αγορά με ανοδική τάση, συνθήκες στην αγορά που ευνοούν τους πωλητές, τιμή πώλησης, δουλοπάζαρο, σκλαβοπάζαρο, χρηματιστήριο, μαύρη αγορά, αγορά εργασίας, μερίδιο αγοράς, αγοραία αξία, διαπραγματευτική αξία, εμπορική αξία, αγορά, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χώρος αγοραπωλησίας βοοειδών, εταιρική αγορά, εταιρική πελατεία, εγχώρια αγορά, αντικειμενική αξία, ανθαγορά, προθεσμιακή αγορά, παγκόσμια αγορά, στρατηγική εισόδου στην αγορά, ηγέτης της αγοράς, θέση στην αγορά, διαδικασία της αγοράς, τομέας αγοράς, αγορά ζωντανών ζώων, ιχθυαγορά, ανοικτή αγορά, αγορά εργασίας, ελεύθερη αγορά, κεφαλαιαγορά, κρεαταγορά, οικονομικές διακυμάνσεις, δυνάμεις της αγοράς, μονοπωλώ την αγορά, ελέγχω την αγορά, φτηνός, αχρησιμοποιήτος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μέρος για ερωτικές γνωριμίες, της ελεύθερης αγοράς, λανσάρω, ψαραγορά, αγορά μη αυθεντικών ανταλλακτικών και εξαρτημάτων, προς μαζική παραγωγή, τιμή αγοράς, πραγματική εμπορική αξία, ζήτηση της αγοράς, τρέχουσα τιμή, αγορά λιανικού εμπορίου, αγορά λιανικής, εξυγίανση αγοράς, πόλη, κυκλοφορώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mercado

αγορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Instalaron el mercado a las cuatro de la mañana.
Έστησαν τη λαϊκή στις τέσσερις το πρωί.

αγορά

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El mercado de viviendas nuevas está fuerte.
Η αγορά καινούριων ακινήτων είναι ισχυρή.

αγορά

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Creo que hay un buen mercado para motocicletas personalizadas.
Πιστεύω πως υπάρχει μεγάλη αγορά για μηχανές.

αγορά

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El mercado de empleo ha cambiado drásticamente en los últimos 30 años.
Η αγορά εργασίας έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 30 χρόνια.

αγορά

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los artesanos del pueblo venden sus productos en el mercado.

αγορά

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εμπόριο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En un mercado abierto y libre, nuestros bienes pueden competir.

αγορά

nombre masculino (figurado, competencia) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Academia es un mercado de ideas.

μάρκετινγκ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Erin estudió publicidad en el colegio.

σούπερ μάρκετ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Stella necesitaba comida, así que paró en el supermercado.

λαϊκή αγορά

El mercado de agricultores es el mejor lugar para comprar frutas y verduras frescas.

πουλάω, πουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La cafetería empezó a poner a la venta sus especiales de Navidad en noviembre.

ξεπούλημα

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi ropa vieja sólo sirve para un mercadillo.

ανάκληση προϊόντος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Procedieron a la retirada del mercado de los productos defectuosos.

AMEX

(sigla)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διακίνηση

(ilegal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La policía local dijo que estaban al tanto del tráfico de mercancía ilegal.
Η τοπική αστυνομία είπε ότι ήταν ενήμερη για τη διακίνηση παράνομων αγαθών.

εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Al final del día hubo un repunte en las acciones de la compañía.

διαθέσιμος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Siempre tenemos mucha fruta en el mercado durante los meses de verano.

στραγγαλισμός της αγοράς

locución nominal masculina (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

αγορά που υφίσταται κρίση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los economistas anticipan un mercado en baja para el próximo año.

ευημερία, ευπραγία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay un mercado alcista en las aplicaciones de teléfonos celulares.

θετική τάση στο χρηματιστήριο

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El mercado alcista de los '90 estuvo impulsado por títulos de la nueva economía en los sectores de la tecnología y la asistencia sanitaria, mientras que el nuevo mercado alcista está siendo impulsado por los viejos sectores de la energía.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locución nominal masculina

υπαίθρια αγορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Puedes encontrar varias gangas en el mercado de pulgas.
Στην τοπική υπαίθρια αγορά μπορείς να βρεις πραγματικές ευκαιρίες.

ανάλυση αγοράς

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αναλυτής αγοράς, αναλύτρια αγοράς

locución nominal común en cuanto al género

έρευνα αγοράς

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Por los resultados del estudio de mercado se decidió cancelar el proyecto.

χρηματαγορά

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγορά με ανοδική τάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los jóvenes olvidan que un mercado alcista no dura para siempre.

συνθήκες στην αγορά που ευνοούν τους πωλητές

nombre masculino (Econ.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τιμή πώλησης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δουλοπάζαρο, σκλαβοπάζαρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A su abuelo lo habían vendido en el mercado de esclavos por cien dólares.

χρηματιστήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mucha gente perdió dinero con la crisis del mercado bursátil en septiembre del 2008.
Πολλοί έχασαν χρήματα, μετά το κραχ του χρηματιστηρίου τον Σεπτέμβριο του 2008.

μαύρη αγορά

Aunque es ilegal, mucha gente compra mercadería a la venta en el mercado negro.
Αν και είναι παράνομο, πολλοί αγοράζουν εμπορεύματα στη μαύρη αγορά. Τα επίσημα οικονομικά στατιστικά στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνουν την οικονομία της μαύρης αγοράς.

αγορά εργασίας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nuestros cursos de capacitación deberían satisfacer las necesidades del mercado de trabajo.
Τα μαθήματα θα έπρεπε να ταιριάζουν με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η αγορά εργασίας είναι αδύναμη αυτόν τον καιρό και προσφέρει ελάχιστες θέσεις, ακόμη και για άτομα με προσόντα.

μερίδιο αγοράς

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La participación en el mercado de la empresa disminuyó en el último año.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Με την αύξηση της δημοτικότητας της Apple, η Microsoft είδε το μερίδιο αγοράς της να μειώνεται.

αγοραία αξία, διαπραγματευτική αξία, εμπορική αξία

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El precio de mercado es $100, pero como tú eres de la familia te lo venderé a $50.

αγορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesitamos definir nuestro público objetivo para vender estas carteras de cuero.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

La gente con bajos salarios es el mercado cautivo de la industria de la comida rápida.

χώρος αγοραπωλησίας βοοειδών

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εταιρική αγορά, εταιρική πελατεία

(επιχειρήσεις: πελατολόγιο)

Esta tableta está dirigida al mercado corporativo.

εγχώρια αγορά

nombre masculino

αντικειμενική αξία

nombre masculino

En tres años, el valor de mercado de estos productos se duplicó.

ανθαγορά

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si vas a Ámsterdam algún día, no dejes de visitar el mercado de flores.

προθεσμιακή αγορά

(χρηματοοικονομικά)

El artículo discute cómo está el mercado a futuro del café.

παγκόσμια αγορά

στρατηγική εισόδου στην αγορά

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La compañía está desarrollando una estrategia de entrada al mercado para empezar a exportar sus productos a China.

ηγέτης της αγοράς

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
No hay quien supere a esta compañía; es el líder del mercado.

θέση στην αγορά

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El posicionamiento en el mercado de esta compañía ha decaído recientemente.

διαδικασία της αγοράς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τομέας αγοράς

(οικονομία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La compañía logró encontrar un nicho de mercado para sus productos.

αγορά ζωντανών ζώων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ιχθυαγορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανοικτή αγορά

(οικονομία)

αγορά εργασίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ελεύθερη αγορά

κεφαλαιαγορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρεαταγορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οικονομικές διακυμάνσεις

δυνάμεις της αγοράς

nombre femenino plural

Las fuerzas del mercado determinarán el éxito de este nuevo modelo de inversiones.

μονοπωλώ την αγορά

locución verbal (mercado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελέγχω την αγορά

(ιδιωματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτηνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prefiero ir a tiendas de diseño que comprar ropa dirigida al mercado popular.

αχρησιμοποιήτος

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

μέρος για ερωτικές γνωριμίες

expresión (figurado)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

της ελεύθερης αγοράς

locución adjetiva

λανσάρω

locución verbal (comercio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía lanzó al mercado una nueva droga milagrosa.
Η εταιρεία λανσάρω ένα νέο θαυματουργό φάρμακο.

ψαραγορά

(ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El restaurante compra todo la caballa en las lonjas de pescado locales.

αγορά μη αυθεντικών ανταλλακτικών και εξαρτημάτων

(κατά λέξη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προς μαζική παραγωγή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La compañía espera aumentar las ventas desplazándose al mercado masivo.

τιμή αγοράς

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πραγματική εμπορική αξία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ζήτηση της αγοράς

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τρέχουσα τιμή

αγορά λιανικού εμπορίου, αγορά λιανικής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξυγίανση αγοράς

locución verbal (economía)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πόλη

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κυκλοφορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa puso el nuevo producto en el mercado el martes.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mercado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.