Τι σημαίνει το mere στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mere στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mere στο Αγγλικά.

Η λέξη mere στο Αγγλικά σημαίνει μόνο, μόλις, μέρε, καθαρή τύχη, παιδί, παιδαρέλι, μωρό, ένα τίποτα, ένα τίποτε, η ύπαρξη και μόνο, σκιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mere

μόνο, μόλις

adjective (just, no more than) (για ποσότητα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The farmer harvested a mere 200 pounds of potatoes from his entire field.
Ο αγρότης έβγαλε μόνο 100 κιλά πατάτες από ολόκληρο το χωράφι του.

μέρε

noun (NZ (weapon) (ανεπ: όπλο των Μαορί)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The Maori fighter was trained in the use of a mere.

καθαρή τύχη

noun (coincidence alone)

He didn't win by mere chance; he was the best-trained and strongest of the racers.

παιδί, παιδαρέλι, μωρό

noun (very young person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A mere child can't be expected to understand the stock market.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι παιδί ακόμα. Τι περιμένεις να ξέρει για τη ζωή και τις δυσκολίες τις;

ένα τίποτα, ένα τίποτε

noun (figurative (symbol) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η ύπαρξη και μόνο

noun (very presence, fact of existing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Is the mere existence of the death penalty sufficient to deter crime? They not only doubt the scope of climate change, but its mere existence.

σκιά

noun ([sth] or [sb] weaker than before) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Following his long illness he is a mere shadow of his former self.
Μετά τη μακρόχρονη ασθένειά του δεν είναι παρά μια σκιά του παλιού του εαυτού.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mere στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mere

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.