Τι σημαίνει το skin στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης skin στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του skin στο Αγγλικά.

Η λέξη skin στο Αγγλικά σημαίνει δέρμα, φλούδα, δέρμα, ασκί, κέλυφος, χαρτάκι, πέτσα, αυτοκόλλητο, αφαιρώ την πέτσα, γδέρνω, γρατζουνώ, γρατζουνίζω, γυμνό σώμα, Η ομορφιά είναι επιφανειακή., παρά τρίχα, σκούρο δέρμα, δερμοπλασία, ξηροδερμία, ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, ανατριχίλα, υγιές δέρμα, προκαλώ αηδία σε κπ, αδιάβροχο, αδιάβροχο, χλωμό δέρμα, τέλειο δέρμα, αλλάζω δέρμα, γδέρνω κπ/κτ ζωντανό, σφάζω, δγέρνω, κοκαλιάρης, καρκίνος του δέρματος, φροντίδα του δέρματος, χρώμα του δέρματος, ενυδατικό γαλάκτωμα, επιφανειακός, δερματική ασθένεια, κατάδυση χωρίς στολή, δερματικό μόσχευμα, αλλοίωση, εξάνθημα, δερματικό τεστ, τόνος του δέρματος, τόνος της επιδερμίδας, το να είσαι χοντρόπετσος, ευθιξία, λεύκη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης skin

δέρμα

noun (external covering of the body)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His skin is so red from too much sun.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Φροντίζει και ενυδατώνει την επιδερμίδα της για να μην κάνει ρυτίδες.

φλούδα

noun (fruit peel) (φρούτο, λαχανικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The skin of an apple is usually red or green.
Η φλούδα του μήλου είναι συνήθως κόκκινη ή πράσινη.

δέρμα

noun (animal pelt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That is a beautiful lion skin that you have in the living room.

ασκί

noun (container for drink)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He brought a skin with him to drink out of on the hiking trip.

κέλυφος

noun (figurative (exterior of a plane or ship)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the museum I saw how worryingly thin the skin of an aeroplane is.

χαρτάκι

noun (UK, slang, often plural (cigarette paper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've got tobacco and dope; have you got any skins, so that I can roll a joint?

πέτσα

noun (surface of milk)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I left my mug of hot chocolate for so long that a skin formed over the top.

αυτοκόλλητο

noun (technology: protective vinyl)

I bought a skin for my phone with sunflowers all over it.

αφαιρώ την πέτσα

transitive verb (remove skin from) (κρέας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The hunter skinned the rabbit he had caught earlier that day.

γδέρνω, γρατζουνώ, γρατζουνίζω

transitive verb (scrape)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The kid skinned his elbow when he fell off the bike.

γυμνό σώμα

noun (unclothed body)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I wear shorts and a T-shirt in summer so I can feel the wind on my bare skin.

Η ομορφιά είναι επιφανειακή.

expression (physical beauty is superficial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρά τρίχα

expression (only just, barely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκούρο δέρμα

noun (brown or olive complexion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
African American mothers often have difficulty finding dolls with dark skin.

δερμοπλασία

noun (medical: skin grafting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξηροδερμία

noun (skin condition: lack of moisture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dry skin on my elbows is very annoying and painful when it catches on the inside of my sleeves.

ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα

noun (pale complexion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She had to wear sun cream as her fair skin burnt easily. Fair skin is prone to freckles and sunburn.
Έπρεπε να βάζει αντηλιακό, επειδή η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα της καιγόταν εύκολα. Η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα είναι επιρρεπής σε φακίδες και ηλιακά εγκαύματα.

ανατριχίλα

noun (skin's response to cold, fear)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υγιές δέρμα

noun (clear complexion)

προκαλώ αηδία σε κπ

verbal expression (disgust, unnerve [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Something about that man makes my skin crawl.

αδιάβροχο

noun (waterproof raincoat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αδιάβροχο

plural noun (waterproof outfit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χλωμό δέρμα

noun (white complexion)

In Victorian times, it was fashionable to have pale skin.

τέλειο δέρμα

noun (unblemished complexion)

αλλάζω δέρμα

(snake, etc.: slough off outer layer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Snakes generally shed their skins between two and four times a year.

γδέρνω κπ/κτ ζωντανό

(flay while living)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Inquisition had prisoners skinned alive to make them confess to supposed sins.

σφάζω, δγέρνω

(figurative (punish) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My mum will skin me alive for losing my school bag.

κοκαλιάρης

adjective (figurative (person: very thin)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καρκίνος του δέρματος

noun (melanoma: malignant tumour)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φροντίδα του δέρματος

noun (cosmetic products and treatments for skin)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρώμα του δέρματος

noun (tone of complexion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
White and black are the two common skin colours.

ενυδατικό γαλάκτωμα

noun (moisturizing cream or lotion) (μορφή γαλακτώματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιφανειακός

adjective (figurative (superficial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δερματική ασθένεια

noun (condition affecting the skin)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Melanoma is a dangerous skin disease.

κατάδυση χωρίς στολή

noun (in water)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δερματικό μόσχευμα

noun (transplant of skin)

The firefighter was burned and needed a skin graft.

αλλοίωση

noun (diseased patch or spot on the body)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξάνθημα

noun (red or spotty patch on the body)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δερματικό τεστ

noun (medical test for allergies, etc.)

τόνος του δέρματος, τόνος της επιδερμίδας

noun (light or dark colour of the complexion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το να είσαι χοντρόπετσος

noun (figurative (insensitivity to criticism) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you want to make it as an actor, you're going to need a thick skin.

ευθιξία

noun (figurative, informal (sensitivity to criticism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεύκη

noun (medicine: skin disorder) (δερματική πάθηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του skin στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του skin

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.