Τι σημαίνει το soul στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης soul στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soul στο Αγγλικά.

Η λέξη soul στο Αγγλικά σημαίνει ψυχή, ψυχή, ψυχή, σόουλ, της σόουλ, αφροαμερικάνικος, άτομο, καρδιά, ουσία, είμαι η ψυχή του/της, είμαι η προσωποποίηση, Παναγία μου!, ολοκληρωτικά, το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, φιλάω κπ με γλώσσα, χαρούμενο άτομο, ψυχή τε και σώματι, αδελφή ψυχή, άνθρωπος, πλάσμα, ψυχή ζώσα, χαμένος, απολωλός πρόβατο, ψυχή, αδέρφι, είδος κέικ για την Ημέρα των Ψυχών, μαγειρική των νότιων ΗΠΑ, αδερφικός φίλος, αδερφική φίλη, σόουλ μουσική, soul μουσική, μικρό τριγωνικό γενάκι κάτω από το κάτω χείλος, αδελφή, μονότονος, ανιαρός, βαρετός, αυτοεξέταση, ενδοσκοπικός, συγκινητικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης soul

ψυχή

noun (immortal part of a person)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When you die, your soul goes to heaven.
Όταν πεθαίνεις, η ψυχή σου πάει στον παράδεισο.

ψυχή

noun (emotional side of a person)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I love you with all my heart and soul.
Σ' αγαπώ με όλη την καρδιά και την ψυχή μου.

ψυχή

noun (figurative (emotional energy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She puts a lot of soul into her art.
Βάζει όλη της την ψυχή στην τέχνη της.

σόουλ

noun (soul music: mix of funk and blues)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
My favourite music genre is soul.
Το αγαπημένο μου είδος μουσικής είναι η σόουλ.

της σόουλ

noun as adjective (mixing funk and blues)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Marvin Gaye was a famous soul singer.
Ο Μάρβιν Γκέι ήταν διάσημος τραγουδιστής της σόουλ.

αφροαμερικάνικος

adjective (US, informal (African-American) (είδος κουζίνας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I love going down to grandma's house to get some soul food.

άτομο

noun (figurative (person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The small village is home to some thirty souls.

καρδιά

noun (epitome, heart) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
While Madrid is the capital, they say Toledo is the soul of Spain.

ουσία

noun (essence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Brevity is the soul of wit. (Shakespeare)

είμαι η ψυχή του/της

verbal expression (figurative (be the source of animation, vitality)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι η προσωποποίηση

verbal expression (personify or exemplify [sth]) (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Mother Teresa was the very soul of Christian charity.
Η μητέρα Τερέζα ήταν, πραγματικά, η προσωποποίηση της χριστιανικής φιλανθρωπίας.

Παναγία μου!

interjection (surprise) (έκπληξη)

Well, bless my soul! You're Professor Howe's daughter? Really?

ολοκληρωτικά

adverb (figurative (completely, with all one's being)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν

expression (speaking concisely)

φιλάω κπ με γλώσσα

transitive verb (slang (kiss using tongue)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαρούμενο άτομο

noun (informal (cheerful person)

ψυχή τε και σώματι

adverb (figurative (with all one's being) (καθαρεύουσα, λόγιος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Miranda threw herself heart and soul into her performance of the song.
Η Μιράντα αφιερώθηκε με όλο της το είναι στην εκτέλεση του τραγουδιού.

αδελφή ψυχή

noun (like-minded person) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
She knew she had met a kindred soul when she discovered they admired all the same authors.

άνθρωπος, πλάσμα, ψυχή ζώσα

noun (person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If I tell you this secret, you must swear not to tell a living soul! There's not another living soul as gentle and kind as you.

χαμένος

noun ([sb] without purpose) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has been wandering around like a lost soul.

απολωλός πρόβατο

noun (religion: [sb] beyond salvation) (λόγιο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He committed a mortal sin, and now the priest sees him as a lost soul.
Διέπραξε θανάσιμο αμάρτημα, και, τώρα, ο ιερέας τον θεωρεί απολωλός πρόβατο.

ψυχή

noun (nobody) (με άρνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It was two o'clock in the morning and not a soul was on the streets. They got married and not a soul knew until a year later.

αδέρφι

noun (US, slang (black man) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

είδος κέικ για την Ημέρα των Ψυχών

(UK (type of cake)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαγειρική των νότιων ΗΠΑ

noun (informal (Southern American cooking) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Black-eyed peas and cornbread are soul food staples.

αδερφικός φίλος, αδερφική φίλη

noun (informal ([sb] with whom you have deep affinity) (για φιλική σχέση)

Some people believe that each and everyone of us has a soul mate.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο καθένας έχει μια αδερφή ψυχή.

σόουλ μουσική, soul μουσική

noun (mix of funk and blues)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μικρό τριγωνικό γενάκι κάτω από το κάτω χείλος

noun (facial hair)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αδελφή

noun (US, slang (black woman) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μονότονος, ανιαρός, βαρετός

adjective (lowering morale or spirit)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτοεξέταση

noun (self-examination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενδοσκοπικός

adjective (related to self-analysis)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συγκινητικός

adjective (causing strong emotion)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soul στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του soul

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.