Τι σημαίνει το mill στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mill στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mill στο Αγγλικά.
Η λέξη mill στο Αγγλικά σημαίνει μύλος, κατεργάζομαι, αλέθω, πιεστήριο εκτύπωσης, μύλος, -, καβγάς, τσακωμός, τριγυρνώ, τριγυρίζω, περιφέρομαι, κατεργάζομαι, δημιουργώ εγκοπές, μύλος καφέ, αλευρόμυλος, μύλος για αλεύρι, χαλυβουργείο, περιπλανιέμαι, σφαιρόμυλος, βαμβακοκλωστήριο, πριονιστήριο, βιομηχανία παραγωγής χαρτιού, μύλος πιπεριού, εκτροφείο μαζικής παραγωγής σκύλων, μύλος ρυζιού, έλαστρο, κοινός, μέσος, συνήθης, νερόμυλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mill
μύλοςnoun (industrial grinder) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Greg used the mill to grind the steel into shape. Ο Γκρεγκ χρησιμοποίησε τον μύλο για να κόψει το ατσάλι και να του δώσει σχήμα. |
κατεργάζομαιtransitive verb (shape metal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel milled the metal into the shape that she wanted. |
αλέθωtransitive verb (grind to powder) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The machine milled the grain into flour. Το μηχάνημα άλεσε τους καρπούς και τους έκανε αλεύρι. |
πιεστήριο εκτύπωσηςnoun (printer) (νομίσματα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The federal reserve ran some more money out of the mill to keep interest rates low. |
μύλοςnoun (factory: processes raw materials) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The mill processes lumber from the forest. |
-noun (figurative, pejorative (school) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) That school is a worthless diploma mill. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το σχολείο σήμερα είναι εκκολαπτήριο μελλοντικών ανέργων. |
καβγάς, τσακωμόςnoun (fight) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dan was drawn into the mill when his brother picked a fight. |
τριγυρνώ, τριγυρίζω, περιφέρομαιintransitive verb (walk around) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A few people milled around outside the building. |
κατεργάζομαιtransitive verb (process) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The plant is used to mill iron ore. |
δημιουργώ εγκοπέςtransitive verb (create ribbing on edge of coin) The machine automatically milled the coins. |
μύλος καφέnoun (coffee grinder) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αλευρόμυλοςnoun (building where flour is ground) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The century old flour mill still used a paddle wheel to power a millstone to grind the flour. |
μύλος για αλεύριnoun (machine for grinding flour) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαλυβουργείοnoun (plant where steel is manufactured) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
περιπλανιέμαιphrasal verb, intransitive (walk about) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σφαιρόμυλος(grinding mill) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βαμβακοκλωστήριο(cotton factory) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πριονιστήριοnoun (factory where timber is processed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The lumber mill shut down, putting 300 people out of work. |
βιομηχανία παραγωγής χαρτιούnoun (factory where paper is made) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μύλος πιπεριούnoun (kitchen utensil for grinding pepper) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Pepper ground fresh from a pepper mill is more flavorful than pre-ground pepper. |
εκτροφείο μαζικής παραγωγής σκύλωνnoun (disapproving, pejorative (farm where dogs are bred) (αποδοκιμασίας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dogs that are born in a puppy mill often later show behavioural problems. |
μύλος ρυζιούnoun (place where rice is processed) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
έλαστροnoun (metal-pressing machine) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοινός, μέσος, συνήθηςadjective (ordinary, average) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νερόμυλοςnoun (mill driven by water) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mill στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του mill
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.