Τι σημαίνει το plant στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης plant στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plant στο Αγγλικά.

Η λέξη plant στο Αγγλικά σημαίνει φυτό, φυτό, εργοστάσιο, φυτεύω, μηχανήματα, σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, φυτεύω, βαλτός, φυτεύω, τοποθετώ κατάλληλα, φυτεύω, τοποθετώ, εφοδιάζω, τοποθετώ, φυτεύω, φυτεύω, φυτεύω, αφίδα, βολβός, εσπεριδοειδές, μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα, φυτό της ερήμου, δίκταμο, επίφυτο, ανθοφόρο φυτό, φυτό εσωτερικού χώρου, υδροηλεκτρικός σταθμός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εργοστάσιο παραγωγής, εργοστάσιο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, μονάδα συσκευασίας, βιομηχανία παραγωγής χαρτιού, πιλοτική εγκατάσταση, ανατομία φυτών, φυτικό και ζωικό βασίλειο, πάγιο ενεργητικό, βοτανική, κοριός, βολβός, φυτασθένεια, λίπασμα, φυτικό βασίλειο, χλωρίδα, φυτώριο, φυτικό λάδι, παθολογία φυτών, φυσιολογία φυτών, ράφι με φυτά, σπόρος φυτού, φυτεύω, σπείρω, σπέρνω σπόρους, φυτεύω, σπείρω, σπέρνω σπόρους, φυτικής προέλευσης, δηλητηριώδες φυτό, δηλητηριώδες φυτό, χτύπημα του μπατόν, φυτό σε γλάστρα, στενόμυαλος, εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, χλωρόφυτο, κουμαριά, υδρόβιο φυτό, εργοστάσιο επεξεργασίας ύδατος, σωλήνες ύδρευσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης plant

φυτό

noun (small organism)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Our office has a lot of potted plants.
Το γραφείο μας έχει πολλά φυτά σε γλάστρες.

φυτό

noun (organism)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Seaweed is a marine plant.
Το φύκι είναι ένα θαλάσσιο φυτό.

εργοστάσιο

noun (factory)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is an efficient manufacturing plant.
Αυτή είναι μια αποδοτική κατασκευαστική μονάδα.

φυτεύω

transitive verb (place in soil)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We are going to plant a tree in the garden.
Θα φυτέψουμε ένα δέντρο στον κήπο.

μηχανήματα

noun (machinery)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
They had to invest in plant before they could build the road.

σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας

noun (power plant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Our electricity comes from a plant in the next town.
Το ρεύμα προέρχεται από τον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της γειτονικής πόλης.

φυτεύω

noun (incriminating evidence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The drugs were a plant, placed by the police.
Η αστυνομία είχε φυτέψει τα ναρκωτικά.

βαλτός

noun (spy)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
They suspected that Riley was a plant.

φυτεύω

intransitive verb (place plants in soil)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Spring is the best time to plant.

τοποθετώ κατάλληλα

transitive verb (put in position)

The weightlifter planted his feet.

φυτεύω

transitive verb (place with careful aim) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lonnie planted a shot in the centre of the target.

τοποθετώ

transitive verb (place animals)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Twenty deer were planted on the island to increase numbers.

εφοδιάζω

transitive verb (stock with fish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The game warden planted the lake with trout.

τοποθετώ

transitive verb (place as a spy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The enemy wants to plant spies in our government.

φυτεύω

transitive verb (place incriminating evidence) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mafia planted the body in Jerry's car.

φυτεύω

phrasal verb, intransitive (put seedlings in earth)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Make sure you have hardened your seedlings off before the time comes to plant out.

φυτεύω

phrasal verb, transitive, separable (seedling: put in earth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφίδα

noun (insect: greenfly)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aphids have damaged all my plants this year.

βολβός

noun (plant root)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mother received some daffodil bulbs for Christmas.
Η μητέρα έλαβε ως δώρο μερικούς βολβούς ασφόδελου για τα Χριστούγεννα.

εσπεριδοειδές

noun (plant bearing citrus fruit) (συνήθως πληθυντικός: φυτό)

Lemons, limes and grapefruit are all types of citrus.
Τα λεμόνια, τα γλυκολέμονα και τα γκρέιπφρουτ είναι όλα είδη εσπεριδοειδών.

μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα

noun (power station: burns coal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φυτό της ερήμου

noun (plant: grows in deserts) (όπως ο κάκτος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cacti are the most well known desert plants.

δίκταμο

noun (aromatic herb)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επίφυτο

noun (plant: growing on another)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανθοφόρο φυτό

noun (plant that produces flowers)

φυτό εσωτερικού χώρου

noun (plant grown indoors)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υδροηλεκτρικός σταθμός

noun (industrial facility generating electricity from water)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (flowering plant)

εργοστάσιο παραγωγής

noun (factory)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Goods produced by the manufacturing plant included bags and shoes.

εργοστάσιο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας

noun (factory that generates atomic energy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μονάδα συσκευασίας

noun (factory where goods are packaged)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βιομηχανία παραγωγής χαρτιού

noun (factory where paper is made)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The residents demonstrated against the project to build a new paper plant.

πιλοτική εγκατάσταση

noun (experimental industrial plant)

ανατομία φυτών

noun (structure and parts of plants)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We studied plant anatomy in biology lessons last week.

φυτικό και ζωικό βασίλειο

noun (living organisms)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάγιο ενεργητικό

plural noun (business: long-term resources)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βοτανική

noun (botany, science of plants)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοριός

noun (insect that feeds on plants)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βολβός

noun (botany: globular root)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φυτασθένεια

noun (blight that afflicts plants)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λίπασμα

noun (nourishment for plants)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φυτικό βασίλειο

noun (all species of plant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Orchids are one of the most interesting plants in the plant kingdom.

χλωρίδα

noun (vegetation, flora)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The island is noted for its abundant plant life.

φυτώριο

noun (place where plants are cultivated)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φυτικό λάδι

noun (oil from a botanical source)

Plant oils are fats which are taken from plant seeds.

παθολογία φυτών

noun (botany: diseases in plants)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυσιολογία φυτών

noun (science of plants' vital processes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Which school do you go to to learn about plant physiology?

ράφι με φυτά

noun (shelves for displaying pot plants)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σπόρος φυτού

noun (seed of a plant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Some plant seeds are distributed by the wind.

φυτεύω, σπείρω, σπέρνω σπόρους

verbal expression (sow seeds)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We planted the seeds in clay pots.

φυτεύω, σπείρω, σπέρνω σπόρους

verbal expression (put seeds in the earth or plant seedling trees)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is always best to plant trees in spring or autumn.
Είναι πάντοτε καλύτερα να φυτέψεις δέντρα την άνοιξη ή το φθινόπωρο.

φυτικής προέλευσης

adjective (food: containing only plants)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

δηλητηριώδες φυτό

noun (plant that is toxic to the touch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Learning to identify poisonous plants is a good tip for any hiker.

δηλητηριώδες φυτό

noun (plant that is toxic when eaten)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jimson weed is a poisonous plant that is toxic to cattle if they eat too much of it.

χτύπημα του μπατόν

noun (action of touching ground with ski poles)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φυτό σε γλάστρα

noun (plant growing in a pot)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στενόμυαλος

noun (figurative, informal ([sb] closed to new ideas)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας

noun (factory where energy is generated)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
John works at the power plant. The local power plant was fined for emitting too much pollution.
Επιβλήθηκε πρόστιμο για υπέρμετρη εκπομπή ρύπων στον τοπικό ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό.

χλωρόφυτο

noun (plant with long thin leaves)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κουμαριά

noun (fruit-bearing shrub) (δέντρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υδρόβιο φυτό

noun (botany)

εργοστάσιο επεξεργασίας ύδατος

noun (for purifying or distributing water)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σωλήνες ύδρευσης

noun (pipework)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plant στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του plant

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.