Τι σημαίνει το grind στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης grind στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grind στο Αγγλικά.
Η λέξη grind στο Αγγλικά σημαίνει αλέθω, κάνω κτ κιμά, τρίβομαι, ρουτίνα, μέγεθος κόκκου, χορεύω, τρυπάω, γυρνάω τη μανιβέλα, τρίβω, ακονίζω, εργάζομαι σκληρά, τροχίζω, ακονίζω, αποκαρδιώνω, εξουθενώνω, συνεχίζω, σβήνω, αναπαράγω, τρίβω, αλέθω, ρουτίνα, τρίζω τα δόντια μου, grindhouse, σχετικός με ταινία grindhouse, θέατρο με παραστάσεις μπουρλέσκ, έχω συμφέρον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης grind
αλέθωtransitive verb (pulverize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The old windmill was used to grind wheat back in the 19th century. Ο παλιός ανεμόμυλος χρησιμοποιείτο τον δέκατο ένατο αιώνα για να αλέθουν σιτάρι. |
κάνω κτ κιμάtransitive verb (US (meat: turn to mince) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Maggie ground meat for the burgers while Tom fired up the grill. Η Μάγκι έκανε το κρέας κιμά για τα μπιφτέκια όσο ο Τομ άναβε το γκριλ. |
τρίβομαιintransitive verb (rub together harshly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Shifting carelessly always made the gears grind in the old car. |
ρουτίναnoun (figurative, informal (monotonous work, routine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) After Sunday, it's back to the regular grind at work. Μετά την Κυριακή έρχεται η επιστροφή στη συνηθισμένη ρουτίνα της δουλειάς. |
μέγεθος κόκκουnoun (grain size of coffee) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The french press uses a coarser grind than the one Heather has. |
χορεύωintransitive verb (dance) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The college kids spent their weekends drinking and grinding at the clubs instead of studying. |
τρυπάω(wear by abrasion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeff used power tools to grind through the lock on his shed. Ο Τζεφ χρησιμοποίησε ηλεκτρικά εργαλεία για να τρυπήσει την κλειδαριά της αποθήκης του. |
γυρνάω τη μανιβέλαtransitive verb (operate using a crank) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The old man grinds the organ and his monkey dances. Ο γέρος γυρνάει τη μανιβέλα της λατέρνας και η μαϊμού του χορεύει. |
τρίβωtransitive verb (shape by friction) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred worked at the eye doctor's office and ground lenses for a living. |
ακονίζωtransitive verb (knife, blade: sharpen) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The chef uses a whetstone to grind his kitchen knives. |
εργάζομαι σκληράphrasal verb, intransitive (figurative (work laboriously) |
τροχίζω, ακονίζωphrasal verb, transitive, separable (make into powder) (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The builder uses a power tool to grind down the stone. |
αποκαρδιώνω, εξουθενώνωphrasal verb, transitive, separable (figurative (make weary or disheartened) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The constant criticism from his partner was grinding him down. |
συνεχίζωphrasal verb, intransitive ([sth] unpleasant or boring: continue) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The negotiations ground on for several weeks without success. |
σβήνωphrasal verb, transitive, separable (extinguish: a cigarette, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He ground out the stub of his cigarette in an ashtray. |
αναπαράγωphrasal verb, transitive, separable (figurative (produce in routine manner) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Politicians go on grinding out the same old platitudes. Ο πολιτικοί αναπαράγουν παντού τις γνωστές κοινοτοπίες. |
τρίβω, αλέθωphrasal verb, transitive, separable (make into powder) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρουτίναnoun (everyday work routine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) After two weeks in Venice, it was hard to return to the daily grind. |
τρίζω τα δόντια μουverbal expression (gnash teeth together) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Megan grinds her teeth in her sleep. |
grindhousenoun (mainly US (cinema genre) (κινηματογραφικό είδος) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σχετικός με ταινία grindhousenoun as adjective (mainly US (relating to grindhouse) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
θέατρο με παραστάσεις μπουρλέσκnoun (mainly US, dated (burlesque theater) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
έχω συμφέρονverbal expression (figurative (have an agenda) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grind στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του grind
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.