Τι σημαίνει το leave στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης leave στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του leave στο Αγγλικά.

Η λέξη leave στο Αγγλικά σημαίνει φεύγω, φεύγω από κτ, αφήνω, αφήνω, αφήνω κτ για κπ, αφήνω κτ σε κπ, αφήνω κτ σε κπ, αφήνω, αφήνω, άδεια, άδεια για να κάνω κτ, άδεια, άδεια, βγάζω φύλλα, κάνω, μένω με κτ, αφήνω, δίνω, αφήνω κτ σε κπ, αφήνω κπ με κτ, ξεχνάω, ξεχνώ, αφήνω κπ/κτ πίσω μου, είμαι καλύτερος από κπ, σταματάω, σταματώ, αποκλείω, παραλείπω, αδικαιολογήτως απών, διοικητική άδεια, ετήσια άδεια, ετήσια άδεια, άδεια για προσωπικούς λόγους, άδεια για οικογενειακούς λόγους, άδεια πριν την απόλυση, παίρνω άδεια, αφήνω φιλοδώρημα, αφήνω ήσυχο, παύω να ενοχλώ, αφήνω έξω, εξαιρώ, δεν λαμβάνω υπόψη, αφήνω κπ/κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ ήσυχο, αναχωρώ, φεύγω για, παρατάω, παρατώ, εξοκέλλω, φεύγω από το σπίτι μου, φεύγω από το πατρικό μου, αφήνω κτ στη θέση του, εγκαταλείπω στη μοίρα του, αφήνω στην τύχη του, άσε με ήσυχο, παράτα με, έχω πολλές ελλείψεις, ψάχνω εξονυχιστικά, άδεια, άδεια, σταματώ, Πλάκα κάνεις!, φύγε από εδώ, αφήνω κτ ήσυχο, αφήνω κτ όπως είναι, φεύγω από τη χώρα/στο εξωτερικό, δίνω χώρο σε κπ/κτ, απογειώνομαι, υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι, καρποφορώ, φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τη φωλιά, φεύγω από το πατρικό μου, φεύγω από τον τόπο, άδεια τροποποίησης, αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη, αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ, αναχώρηση, αφήνω εντυπώσεις που διαρκούν, άδεια μητρότητας, σε άδεια, σε σαββατική άδεια, άδεια μετ' αποδοχών, γονική άδεια, άδεια πατρότητας, εκπαιδευτική άδεια, άδεια εξόδου στη στεριά, άδεια, αναρρωτική άδεια, φοιτητική άδεια, σπουδαστική άδεια, εκπαιδευτική άδεια, παίρνω άδεια από τη σημαία, φεύγω από κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης leave

φεύγω

intransitive verb (depart)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Is John here? No, he's already left.
Είναι ο Τζον εδώ; Όχι, έχει ήδη φύγει.

φεύγω από κτ

transitive verb (go away: from a place)

I'm going to leave this town at three o'clock today.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά την προσβολή που υπέστη, ο ομιλητής αποχώρησε από την εκπομπή.

αφήνω

transitive verb (abandon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He left his wife at home, and went out with his friends on Friday night.
Παράτησε τη γυναίκα του σπίτι και βγήκε με τους φίλους του την Παρασκευή το βράδυ.

αφήνω

transitive verb (let remain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I enjoyed my meal, but left some of the potatoes as I was feeling rather full.
Μου άρεσε το φαγητό, αλλά άφησα μερικές πατάτες γιατί είχα φουσκώσει.

αφήνω κτ για κπ

(let remain: for [sb] else)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He left only one piece of pizza for the others.
Άφησε μόνο ένα κομμάτι πίτσα για τους άλλους.

αφήνω κτ σε κπ

transitive verb (let [sb] keep, take)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Leave me your number in case I need to get in touch.
Άφησέ μου το τηλέφωνό σου, σε περίπτωση που χρειαστεί να επικοινωνήσουμε.

αφήνω κτ σε κπ

(entrust)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Can I leave my keys with you in case something happens?
Μπορώ να σου αφήσω τα κλειδιά μου, σε περίπτωση που συμβεί κάτι;

αφήνω

transitive verb (forget to bring)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oh, no. I left the present at home.
Αχ όχι, ξέχασα το δώρο στο σπίτι.

αφήνω

transitive verb (not bring)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've left the keys on the kitchen table in case you want to go out.
Άφησα τα κλειδιά στο τραπέζι της κουζίνας, σε περίπτωση που θελήσεις να βγεις.

άδεια

noun (permission to act)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The commander gave the soldier leave to manage the situation as he wanted.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μου έδωσε το ελεύθερο να εργαστώ με τον τρόπο που θεωρώ πιο αποτελεσματικό.

άδεια για να κάνω κτ

noun (permission for absence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My boss gave me leave to study for three months.
Το αφεντικό μου μου έδωσε άδεια για τρεις μήνες, για να μελετήσω.

άδεια

noun (permitted absence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I will be on leave until August the fifteenth.
Θα είμαι σε άδεια μέχρι τον δεκαπενταύγουστο.

άδεια

noun (period of absence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has two weeks' leave in the summer.
Έχει δυο εβδομάδες άδεια το καλοκαίρι.

βγάζω φύλλα

intransitive verb (grow leaves)

Many trees leave in the spring, as the weather gets warmer.

κάνω

transitive verb (remainder)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Five minus three leaves two.
Πέντε μείον τρία μας κάνει δύο.

μένω με κτ

transitive verb (have remaining) (εγώ ο ίδιος)

The coat cost thirty-five dollars and the shoes cost twenty, so that leaves us only five dollars.
Το παλτό έκανε τριάντα πέντε δολάρια και τα παπούτσια είκοσι κι έτσι μας απέμειναν μόνο πέντε δολάρια.

αφήνω, δίνω

transitive verb (deposit, give)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He left his phone number on the answering machine.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έδωσε (or: Άφησε) τα στοιχεία του, για να τον πάρουν μόλις έχουν πληροφορίες.

αφήνω κτ σε κπ

(bequeath)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In his will, her father left her the antique clock.
Στη διαθήκη του ο πατέρας της της άφησε το ρολόι αντίκα.

αφήνω κπ με κτ

(have remaining)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you take that twenty-pound note, you'll leave me with less than five pounds.
Αν πάρεις αυτό το εικοσάρικο, θα με αφήσεις με λιγότερο από πέντε λίρες.

ξεχνάω, ξεχνώ

phrasal verb, transitive, separable (fail to bring)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It wasn't until I got to the airport that I found I had left my passport behind.
Δεν είχα καταλάβει ότι είχα ξεχάσει το διαβατήριό μου μέχρι που έφτασα στο αεροδρόμιο.

αφήνω κπ/κτ πίσω μου

phrasal verb, transitive, separable (get ahead of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sprinter from Nigeria left all the other runners behind.
Ο σπρίντερ από τη Νιγηρία άφησε πίσω του όλους τους άλλους δρομείς.

είμαι καλύτερος από κπ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (perform better)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
From a very early age, Joseph has always left his peers behind.
Από πολύ μικρή ηλικία ο Τζόζεφ ήταν πάντα καλύτερος απ' τους συνομήλικούς του.

σταματάω, σταματώ

phrasal verb, intransitive (informal (stop doing [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Maisie's brother was taunting her about her new glasses, so she told him to leave off.

αποκλείω

phrasal verb, transitive, separable (person: exclude)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
All the other children were invited to the party, but I was left out.
Στο πάρτι προσκαλέστηκαν όλα τα παιδιά, αλλά εμένα με άφησαν στην απέξω.

παραλείπω

phrasal verb, transitive, separable (omit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bread did not rise because I left out the yeast by mistake.
Το ψωμί δεν φούσκωσε γιατί παρέλειψα τη μαγιά κατά λάθος.

αδικαιολογήτως απών

adjective (soldier: missing)

He refused to go back to base after his home leave, so he was declared absent without leave.
Αρνήθηκε να γυρίζει πίσω στη βάση μετά την άδειά του και έτσι κηρύχθηκε αδικαιολογήτως απών.

διοικητική άδεια

(time off work) (από εργασία)

ετήσια άδεια

noun (UK (time allowed off work in a year)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have got 22 days of annual leave this year.

ετήσια άδεια

noun (US (paid vacation from work)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άδεια για προσωπικούς λόγους

noun (time off work for personal reasons)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άδεια για οικογενειακούς λόγους

noun (to care for baby or [sb] ill)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άδεια πριν την απόλυση

noun (UK: figurative (time off before end of contract)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παίρνω άδεια

verbal expression (be absent from job)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The soldier will go on leave next week to visit his family.

αφήνω φιλοδώρημα

verbal expression (give gratuity for service)

αφήνω ήσυχο

(not disturb)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I just want to be left alone to get on with my novel.

παύω να ενοχλώ

(stop harassing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She wished that the man beside her at the bar would leave her alone.

αφήνω έξω, εξαιρώ, δεν λαμβάνω υπόψη

(figurative (exclude)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Leaving aside the two sunflowers, her garden did not have any flowers.

αφήνω κπ/κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ ήσυχο

verbal expression (informal (not disturb)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Leave him be.
Μην τον ενοχλείς.

αναχωρώ, φεύγω για

(depart)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Soon high school graduates will leave for college.

παρατάω, παρατώ

verbal expression (often passive (person: abandon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξοκέλλω

verbal expression (often passive (ship: ground, beach)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fishing boats were left high and dry when the tide went out.
Τα ψαροκάικα εξόκειλαν, όταν υποχώρησαν τα νερά.

φεύγω από το σπίτι μου, φεύγω από το πατρικό μου

verbal expression (move out of family house)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She left home at 17 to go to university in another province.

αφήνω κτ στη θέση του

(let [sth] remain)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Leave that sentence in; I think it's good.

εγκαταλείπω στη μοίρα του, αφήνω στην τύχη του

verbal expression (informal (abandon) (κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άσε με ήσυχο, παράτα με

interjection (go away)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Stop picking on me! Just leave me alone!

έχω πολλές ελλείψεις

verbal expression (be inadequate) (κάτι λείπει)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Your table manners leave much to be desired. The house was cute on the outside, but inside left much to be desired.

ψάχνω εξονυχιστικά

verbal expression (figurative (search thoroughly)

In the investigation to find the missing child, the police have left no stone unturned.

άδεια

noun (permission for time off)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My company granted me a leave of absence to care for my father.

άδεια

noun (time off)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I took a four-month leave of absence to travel.

σταματώ

verbal expression (informal (stop doing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mother told her son to leave off ripping the pages out of the book.
Η μητέρα είπε στον γιο της να σταματήσει να σκίζει τις σελίδες από το βιβλίο.

Πλάκα κάνεις!

interjection (UK, informal (You must be joking!)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φύγε από εδώ

interjection (slang, UK (expressing disbelief)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Leave over - you're having me on!

αφήνω κτ ήσυχο

verbal expression (stop fiddling with [sth])

αφήνω κτ όπως είναι

verbal expression (stop fussing over [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Your hair looks fine as it is; just leave it be!

φεύγω από τη χώρα/στο εξωτερικό

verbal expression (go abroad, go overseas)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I left the country five years ago when I moved to Spain.

δίνω χώρο σε κπ/κτ

verbal expression (figurative (allow possibility, access) (μεταφορικά: να κάνει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the reigning gold medalist fell, she left the door open for her competitors. By not completely cutting ties with the country's former allies, the prime minister is leaving the door open for negotiations to be resumed in the future.

απογειώνομαι

verbal expression (aircraft, bird: take off)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My flight was at 5:00, but we didn't leave the ground until 6:30.

υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι, καρποφορώ

verbal expression (figurative (plan: succeed, be put in action) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Without financing their plans would never leave the ground.

φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τη φωλιά

verbal expression (bird: reach maturity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most birds leave the nest once they are able to fly confidently.

φεύγω από το πατρικό μου

verbal expression (figurative (person: leave one's parents' home) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The kids have finally left the nest and now it's just the two of us.

φεύγω από τον τόπο

verbal expression (flee the location of: accident or crime) (πχ του ατυχήματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The hit-and-run driver was charged with leaving the scene of the accident.

άδεια τροποποίησης

noun (permission to alter: a plea, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη

verbal expression (not supervise [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ

verbal expression (figurative (make an impact) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Parents leave their mark on their children.

αναχώρηση

noun (excusing yourself and leaving)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αφήνω εντυπώσεις που διαρκούν

verbal expression (have enduring impact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άδεια μητρότητας

noun (time off work for a new mother)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Temps often provide cover while a full-time employee is on maternity leave.
Οι προσωρινοί υπάλληλοι συχνά καλύπτουν τις ανάγκες για όσο καιρό μια υπάλληλος πλήρους απασχόλησης βρίσκεται σε άδεια μητρότητας.

σε άδεια

adverb (taking time off)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll be on leave for the next two weeks. My husband is on leave from work indefinitely because he broke his leg last weekend.
Θα είμαι σε άδεια για τις επόμενες δυο εβδομάδες.

σε σαββατική άδεια

adverb (on a year's paid/unpaid break)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άδεια μετ' αποδοχών

noun (being paid while absent)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γονική άδεια

noun (time off work for a parent)

άδεια πατρότητας

noun (time off work for a new father)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκπαιδευτική άδεια

noun (extended paid/unpaid leave)

άδεια εξόδου στη στεριά

noun (permission for sailor to spend time on shore)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All the crew will be given 48 hours' shore leave in Dover.

άδεια

noun (time sailor spends on shore)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When sailors are on shore leave, the bars in port make large profits.

αναρρωτική άδεια

noun (time off work for illness)

Freddy's teacher has been on sick leave for three weeks or more.
Ο δάσκαλος του Φρέντυ λείπει με αναρρωτική άδεια εδώ και τρεις εβδομάδες ή και περισσότερο.

φοιτητική άδεια, σπουδαστική άδεια, εκπαιδευτική άδεια

noun (sabbatical)

παίρνω άδεια από τη σημαία

verbal expression (figurative (be absent without authorization) (μεταφορικά)

φεύγω από κπ/κτ

expression (go away from [sb/sth])

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του leave στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του leave

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.