Τι σημαίνει το mirar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mirar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mirar στο πορτογαλικά.
Η λέξη mirar στο πορτογαλικά σημαίνει σημαδεύω, σκοπεύω, σημαδεύω, στοχεύω, κοιτάζω, σημαδεύω, ακολουθώ, σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω, εστιάζω, κατευθύνομαι προς, πυροβολώ, στοχεύω, σκοπεύω, στοχεύω με κτ, σκοπεύω με κτ, παρατηρώ, βλέπω, στοχεύω με κτ σε κπ, δρω ως laser, στοχεύω ψηλά, στοχεύω, πυροβολώ, σημαδεύω, στοχεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mirar
σημαδεύω, σκοπεύω(apontar uma arma) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σημαδεύω, στοχεύω(apontar uma arma) (με όπλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O escultor mirou sua última criação com orgulho. Ο γλύπτης κοίταξε την τελευταία δημιουργία του με περηφάνια. |
σημαδεύωverbo transitivo (κάποιον/κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mesmo mirando a flecha na mosca do alvo, toda vez ele acertava o anel externo. Αν και σημάδευε με το βέλος το κέντρο του στόχου, κάθε φορά πετύχαινε τον εξωτερικό δακτύλιο. |
ακολουθώverbo transitivo (κινούμενο στόχο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ακολούθησε το στόχο για ένα-δύο πόδια. |
σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stephen apontou (or: mirou) com cuidado e preparou-se para atirar. Ο Στίβεν στόχευσε (or: σημάδεψε) προσεκτικά κι ετοιμάστηκε να πυροβολήσει. |
εστιάζω(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατευθύνομαι προςverbo transitivo (alvo, etc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πυροβολώ, στοχεύω, σκοπεύω(atirar em, tentar acertar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στοχεύω με κτ, σκοπεύω με κτverbo transitivo O soldado apontou (or: mirou) o seu rifle e atirou. Ο στρατιώτης στόχευσε (or: σημάδεψε) με το όπλο του και πυροβόλησε. |
παρατηρώverbo transitivo (acompanhar com os olhos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele observava os movimentos dela com interesse. Παρατηρούσε τις κινήσεις της με ενδιαφέρον. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Depois de uma hora de espera, os turistas ficaram encantados ao mirarem golfinhos. Αφού περίμεναν μία ώρα, οι τουρίστες ενθουσιάστηκαν που είδαν δελφίνια. |
στοχεύω με κτ σε κπverbo transitivo (fazer pontaria) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O homem apontou sua arma ao refém e depois atirou. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Σημάδεψε με το όπλο τον όμηρο και πυροβόλησε. |
δρω ως laserverto intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στοχεύω ψηλάlocução verbal |
στοχεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πυροβολώ(tentar atirar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σημαδεύω, στοχεύω(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nathan estava mirando no alvo com sua pistola calibre .40. Ο Νέιθαν σημάδευε τον στόχο με το διαμετρήματος 40 χιλιοστών πιστόλι του. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mirar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του mirar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.