Τι σημαίνει το olhar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης olhar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του olhar στο πορτογαλικά.

Η λέξη olhar στο πορτογαλικά σημαίνει κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, κοιτώ, κοιτάζω, βλέμμα, εξετάζω, αναλύω, εστιάζω σε κτ, κοιτάω μέσα σε κτ, κοιτάζω μέσα σε κτ, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, βλέμμα, κοιτάζω, προσέχω, παρακολουθώ, χαζεύω, το φως, ατενίζω, παρακολουθώ, κοιτάζω, παρακολουθώ, εξετάζω, παρατήρηση, παρακολούθηση, κοιτάζω, ρίχνω μια ματιά, κοιτάζω επίμονα, κοιτάζω επίμονα, ξεσκαρτάρω, ξεκαθαρίζω, κοιτάζω απειλητικά, κοιτάζω επίμονα, ρίχνω μια ματιά, σε βάθος, βλοσυρός, απειλητικός, απελπισμένος, οξυδερκής, με λαμπερά μάτια, χωρίς να κοιτάξω πίσω μου, γρήγορη ματιά, θυμωμένο βλέμμα, άγρια ματιά, βλοσυρή ματιά, βλέμμα αποδοκιμασίας, δεύτερη ματιά, άγρυπνο μάτι, άγρυπνο βλέμμα, βόλτα στις βιτρίνες, κενό βλέμμα, πιο προσεκτική ματιά, να παρατηρώ τα σύννεφα, βλέμμα που σκοτώνει, ξενοκοιτάω, χαζεύω τις βιτρίνες, κοιτάζω τις βιτρίνες, τυφλό σύστημα πληκτρολόγησης, αντρική ματιά, λάγνο βλέμμα, ορθάνοιχτα μάτια, παραπονεμένο βλέμμα, υπό το βλέµµα του, κοιτάζω καλά καλά, κοιτάζω από την κορφή μέχρι τα νύχια, βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων, κοιτάζω κπ κατάματα, δε βλέπω με καλό μάτι κτ, στραβοκοιτάζω, λοξοκοιτάζω, κοιτάζω από ψηλά, δεν κοιτάζω πίσω, ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον, ρίχνω μια προσεκτική ματιά, αγριοκοιτάζω, κοιτάω στα μάτια, καμαρώνω, κομπάζω, κρυφοκοιτάω, κρυφοκοιτάζω, πληκτρολογώ χωρίς να κοιτάζω το πληκτρολόγιο, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, κοιτάζω πίσω, κοιτάζω προσεκτικά, κοιτάω λάγνα, κοιτώ λάγνα, κοιτάζω λάγνα, κοιτάζω προς, κοιτάω προς κπ/κτ, κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω μπροστά μου, απομακρύνω το βλέμμα, κοιτάω αλλού, κοιτάζω προς τα πάνω, αποστρέφω το βλέμμα μου, κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον, ατενίζω, κοιτάζω από μέσα, ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε κτ, γλυκοκοιτάζω, αδιαφορώ, περιφρονώ, ρίχνω μια ματιά σε κπ, κοιτάζω πέρα από κτ, δοκιμάζω για λίγο, κοιτάω μέσω, κοιτάω διαμέσου,κοιτάω μέσα από, διάσημος, επιφανής, απόμακρος, με την πρώτη ματιά, βλέπω τη θετική πλευρά, γλυκοκοίταγμα, πιο προσεκτική ματιά, διερευνητική ματιά, αποδοκιμάζω, δεν εμμένω στο παρελθόν, δεν κοιτάζω πίσω, ρίχνω μια προσεκτική ματιά, κοιτάζω, κοιτάω, κοιτάω μοχθηρά, κοιτώ μοχθηρά, κοιτάζω μοχθηρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης olhar

κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele olhou à sua direita.
Κοίταξε στα δεξιά του.

κοιτώ, κοιτάζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Deixe-me olhar se há algum vazamento de água.
Άσε με να κοιτάξω τον σωλήνα, για να δω αν υπάρχει διαρροή.

βλέμμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ela o silenciou com um olhar zangado.
Τον έκανε να σιωπήσει με ένα άγριο βλέμμα.

εξετάζω, αναλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O detetive tentou olhar todos os fatos.

εστιάζω σε κτ

verbo transitivo

Benito decidiu deixar o passado para trás e olhar para o futuro.

κοιτάω μέσα σε κτ, κοιτάζω μέσα σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Frank olhou na geladeira para ver se tinha leite.

κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Olhe para mim quando eu estiver falando com você!
Κοίταζέ με όταν σου μιλάω!

βλέμμα

substantivo masculino (fixo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
John olhou para seu pai com um olhar fixo.
Ο Τζον κοίταζε τον πατέρα του με σταθερό βλέμμα.

κοιτάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Olhe para a professora quando você estiver falando com ela.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μετά από αυτό που έγινε δεν μπορώ να τον αντικρίσω.

προσέχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As enfermeiras estão olhando as crianças.
Οι νοσοκόμες επιτηρούν (or: επιβλέπουν) τα παιδιά.

παρακολουθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Frank prefere olhar, não participar.
Ο Φρανκ προτιμά να κοιτάει (or: βλέπει) παρά να συμμετέχει.

χαζεύω

(κάτι/καποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

το φως

substantivo masculino (figurado) (μεταφορικά: με γενική)

Όλοι οι πολιτικοί πρέπει να μάθουν να δέχονται την προσοχή του δημόσιου εξονυχιστικού ελέγχου.

ατενίζω

verbo transitivo (contemplar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janet está sentada no parque, olhando as nuvens.

παρακολουθώ

verbo transitivo (supervisionar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O supervisor está olhando nosso progresso.

κοιτάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele a olhou através da sala, deixando-a nervosa.
Την έκοψε από την άλλη άκρη του δωματίου, δημιουργώντας της νευρικότητα.

παρακολουθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele olhou a luta no parque.
Κοιτούσε (or: έβλεπε) τον καυγά στο πάρκο.

εξετάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os políticos olharam (or: inspecionaram) a área do desastre.
Οι πολιτικοί εξέτασαν την περιοχή που έγινε η καταστροφή.

παρατήρηση, παρακολούθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A olhada dele para as flores e insetos fez ela achá-lo excêntrico.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Του αρέσει η παρατήρηση (or: παρακολούθηση) των άλλων ανθρώπων και πολλοί τον θεωρούν αδιάκριτο.

κοιτάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O escultor mirou sua última criação com orgulho.
Ο γλύπτης κοίταξε την τελευταία δημιουργία του με περηφάνια.

ρίχνω μια ματιά

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não entendo muito de motores, mas vou dar uma olhada.
Αυτή η γκαλερί έχει εκπτώσεις, θέλεις να ρίξουμε μια ματιά;

κοιτάζω επίμονα

É rude encarar.
Είναι αγενές να κοιτάζεις επίμονα.

κοιτάζω επίμονα

(olhar fixamente)

ξεσκαρτάρω, ξεκαθαρίζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοιτάζω απειλητικά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοιτάζω επίμονα

(literário)

Agnes fitou o telefone, esperando-o tocar.
Η Άγκνες κοίταζε επίμονα το τηλέφωνο, παρακαλώντας να χτυπήσει.

ρίχνω μια ματιά

(investigar algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν ξέρω και πολλά από μηχανές αλλά θα ρίξω μια ματιά.

σε βάθος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Os detetives analisaram o caso em detalhes.

βλοσυρός, απειλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απελπισμένος

locução adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

οξυδερκής

(figurado: observador)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με λαμπερά μάτια

locução adjetiva (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς να κοιτάξω πίσω μου

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γρήγορη ματιά

Dei somente um olhar rápido, mas não acho que Julie estivesse lá.
Έριξα μόνο μια γρήγορη ματιά, αλλά δεν νομίζω πως η Τζούλη ήταν εκεί.

θυμωμένο βλέμμα

άγρια ματιά, βλοσυρή ματιά

βλέμμα αποδοκιμασίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δεύτερη ματιά

expressão (informal, avaliar com atenção)

No começo, pensei que a redação do aluno era inútil, mas um segundo olhar revelou algumas passagens promissoras.

άγρυπνο μάτι, άγρυπνο βλέμμα

(atenção, vigilância) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βόλτα στις βιτρίνες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não posso comprar nada no momento, então estou apenas olhando vitrines.

κενό βλέμμα

substantivo masculino

πιο προσεκτική ματιά

(exame mais detalhado) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

να παρατηρώ τα σύννεφα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βλέμμα που σκοτώνει

(olhar hostil) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξενοκοιτάω

(για άντρα, μουρντάρης)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαζεύω τις βιτρίνες, κοιτάζω τις βιτρίνες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τυφλό σύστημα πληκτρολόγησης

expressão

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντρική ματιά

λάγνο βλέμμα

(olhar sedutor)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ορθάνοιχτα μάτια

substantivo masculino

παραπονεμένο βλέμμα

(olhar emotivo ou apelativo)

Μη με κοιτάζεις μ' αυτά τα κουταβίσια μάτια - δεν μπορείς να πας σινεμά με τους φίλους σου σήμερα.

υπό το βλέµµα του

expressão (sendo observado)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κοιτάζω καλά καλά, κοιτάζω από την κορφή μέχρι τα νύχια

expressão (examinar, escrutinar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιτάζω κπ κατάματα

expressão verbal

δε βλέπω με καλό μάτι κτ

expressão (figurado, atitude de desaprovação) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στραβοκοιτάζω, λοξοκοιτάζω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοιτάζω από ψηλά

expressão (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Do topo da torre você pode olhar a cidade inteira de cima.
Από την κορυφή του πύργου μπορείς να κοιτάξεις από ψηλά όλη την πόλη.

δεν κοιτάζω πίσω

locução verbal (literal) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον

(olhar rapidamente para alguém)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω μια προσεκτική ματιά

(examinar criteriosamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se você der uma boa olhada, verá que essa nota não tem marca d'água. É uma fraude.
Αν ρίξεις μια προσεκτική ματιά, θα δεις ότι το χαρτονόμισμα δεν έχει υδατογράφημα· είναι πλαστό.

αγριοκοιτάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοιτάω στα μάτια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καμαρώνω, κομπάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κρυφοκοιτάω, κρυφοκοιτάζω

(Escócia)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πληκτρολογώ χωρίς να κοιτάζω το πληκτρολόγιο

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω μια γρήγορη ματιά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιτάζω πίσω

expressão verbal (literal) (κυριολεκτικά)

Não olhe para trás. Seja lá o que esteja te perseguindo pode estar ganhando espaço em você. (Satchel Paige)
Μην κοιτάς πίσω. Ό,τι σε κυνηγά μπορεί να σε πλησιάζει επικίνδυνα. (Σάτσελ Πέιτζ).

κοιτάζω προσεκτικά

κοιτάω λάγνα, κοιτώ λάγνα, κοιτάζω λάγνα

Os adolescentes olharam lascivamente para as garotas do time de vôlei.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα έφηβα αγόρια κοιτούσαν λάγνα την ομάδα βόλλεϋ των κοριτσιών.

κοιτάζω προς

Καθώς δεν ήταν σίγουρη για το τι να κάνει, η Σου έστρεψε το βλέμμα προς τον Μαρκ ο οποίος κάθονταν στ' αριστερά της.

κοιτάω προς κπ/κτ

κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω μπροστά μου

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando você é o motorista, é melhor olhar para a frente na estrada.
Όταν είσαι ο οδηγός είναι καλύτερο να κοιτάζεις μπροστά στο δρόμο.

απομακρύνω το βλέμμα, κοιτάω αλλού

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O garotinho sobe que estava em apuros e quando a professora olhou para ele, ele desviou o olhar. Era um filme de terror e eu tinha de desviar o olhar a maior parte do tempo.
Το μικρό αγόρι ήξερε ότι είχε μπλέξει και όταν το κοίταξε ο δάσκαλος απομάκρυνε το βλέμμα του (or: κοίταξε αλλού). Ήταν ταινία τρόμου και έπρεπε να κοιτάω αλλού την περισσότερη ώρα!

κοιτάζω προς τα πάνω

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se você quiser se sentir minúsculo, olhe para cima e veja as estrelas à noite.
Αν θες να νιώσεις μικροσκοπική, κοίταξε προς τα πάνω και δες τ' αστέρια τη νύχτα.

αποστρέφω το βλέμμα μου

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον

expressão verbal (figurado, pensar no futuro) (μεταφoρικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No dia de ano novo, muitos de nós gostam de olhar para frente e pensar sobre as mudanças positivas que podemos fazer no ano seguinte.
Την Πρωτοχρονιά, σε πολλούς από εμάς αρέσει να κοιτάζουμε μπροστά (or: να κοιτάζουμε στο μέλλον) και να σκεφτόμαστε τις θετικές αλλαγές που μπορούμε να κάνουμε τη χρονιά που έρχεται.

ατενίζω

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κοιτάζω από μέσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane olhou rapidamente o documento, buscando erros.
Η Τζέιν έριξε μια γρήγορη ματιά στο κείμενο για να τσεκάρει εάν έχει λάθη.

γλυκοκοιτάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αδιαφορώ, περιφρονώ

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω μια ματιά σε κπ

(examinar rapidamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιτάζω πέρα από κτ

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δοκιμάζω για λίγο

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιτάω μέσω, κοιτάω διαμέσου,κοιτάω μέσα από

locução verbal (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você pode ver as células individuais se olhar pelo (or: através do) microscópio.
Μπορείς να δεις μεμονωμένα κύτταρα αν κοιτάξεις μέσα από ένα μικροσκόπιο.

διάσημος, επιφανής

locução adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η Κέιτ Μίντλετον είναι διάσημη από τότε που αρραβωνιάστηκε τον Πρίγκιπα Ουίλιαμ.

απόμακρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
À medida que vovó falava sobre sua infância, seu olhar ficava distante.

με την πρώτη ματιά

locução adverbial (rapidamente) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βλέπω τη θετική πλευρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δες τη θετική πλευρά: εάν δεν έχεις τίποτα, δεν έχεις τίποτα να χάσεις!

γλυκοκοίταγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιο προσεκτική ματιά

expressão verbal (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διερευνητική ματιά

Adam sentiu-se corar sob o olhar inquisidor da mulher.
Ο Άνταμ κοκκίνισε με τη διερευνητική ματιά που του έριξε η γυναίκα.

αποδοκιμάζω

(figurativo - desaprovar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν εμμένω στο παρελθόν, δεν κοιτάζω πίσω

locução verbal (figurativo - não pensar no passado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω μια προσεκτική ματιά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιτάζω, κοιτάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela não conseguia parar de olhar de relance para o relógio a cada cinco minutos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν σταματούσε να ρίχνει ματιές στο ρολόι κάθε πέντε λεπτά.

κοιτάω μοχθηρά, κοιτώ μοχθηρά, κοιτάζω μοχθηρά

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του olhar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του olhar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.