Τι σημαίνει το necessity στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης necessity στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του necessity στο Αγγλικά.

Η λέξη necessity στο Αγγλικά σημαίνει αναγκαιότητα, ανάγκη, αναγκαίο κακό, άμεση ανάγκη, ανάγκη, υποχρέωση, είδος πρώτης ανάγκης, ανέχεια, φτώχεια, κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικά, αναγκαίος, απαραίτητος, η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται, αναγκαστικά, από ανάγκη, κατ' ανάγκη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης necessity

αναγκαιότητα, ανάγκη

noun (need for [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The military tribunal judged the necessity of the soldier's actions.
Το στρατιωτικό δικαστήριο εξέτασε τη αναγκαιότητα των πράξεων του στρατιώτη.

αναγκαίο κακό

noun ([sth] unavoidable) (για κάτι κακό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
An object dropped from a height will by necessity fall to the ground.
Ένα αντικείμενο που πέφτει από ένα ύψος υποχρεωτικά θα πέσει στο έδαφος.

άμεση ανάγκη

noun (emergency requirement)

Amputating the patient's leg was a necessity.
Ο ακρωτηριασμός του ποδιού του ασθενούς ήταν μια άμεση ανάγκη.

ανάγκη, υποχρέωση

noun (figurative ([sth] useful) (καθομ, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Understanding football is a necessity when you live in the US.
Το να καταλαβαίνεις από φούτμπολ είναι απαραίτητο όταν μένεις στις ΗΠΑ.

είδος πρώτης ανάγκης

noun ([sth] needed) (απολύτως απαραίτητο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Karen went down to the store to buy some necessities.
Η Κάρεν πήγε στο κατάστημα για να αγοράσει κάποια είδη πρώτης ανάγκης.

ανέχεια, φτώχεια

noun (poverty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The family lived in necessity for years.

κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικά

adverb (because it is necessary)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The survivors of the plane crash turned to cannibalism from necessity.

αναγκαίος, απαραίτητος

noun ([sth] essential)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You must tell your mother that you will not be home in time, it's a matter of necessity.

η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται

noun (need inspires solutions)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is said that necessity is the mother of invention.

αναγκαστικά

adverb (unavoidably)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
By necessity, we eat a lot of beans and very little steak.

από ανάγκη, κατ' ανάγκη

adverb (due to need)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του necessity στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.