Τι σημαίνει το neck στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης neck στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του neck στο Αγγλικά.

Η λέξη neck στο Αγγλικά σημαίνει λαιμός, λαιμός, γιακάς, λαιμός, φιλιέμαι, μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου, παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού, σκοτώνομαι, βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα, ντραπέ λαιμόκοψη, με ντραπέ λαιμόκοψη, τεντώνω τον λαιμό μου, λαιμόκοψη, ρούχο με λαιμόκοψη, πιάσιμο, διανοητικά, ψυχολογικά, πνευματικά, διανοητικά, ψυχολογικά, πνευματικά, δένει στο λαιμό, με βραχεία κεφαλή, που δεν έχει προβάδισμα, περιλαίμιο, λαιμός αρνιού, περιοχή, λαιμός, μεταλλικό υποζύγιο, γραβάτα, κακός μπελάς, βραχνάς, ζιβάγκο, λαιμόκοψη ζιβάγκο, ζιβάγκο, χαμηλή στρογγυλή λαιμόκοψη, ρισκάρω, πιάσιμο στον αυχένα, γλυκάδι, ζιβάγκο, ζιβάγκο, λαιμόκοψη σε σχήμα V, μπλούζα με λαιμόκοψη σε σχήμα V, με λαιμόκοψη σε σχήμα V, μπλούζα με V. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης neck

λαιμός

noun (body part: top of spine) (σύνολο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His neck hurt from bending it all day.
Ο λαιμός του πονούσε επειδή ήταν όλη την ημέρα σκυμμένος.

λαιμός

noun (narrow part at top of a bottle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The neck broke when he tried to open the beer bottle by hitting it on a rock.
Ο λαιμός έσπασε όταν προσπάθησε να ανοίξει το μπουκάλι της μπύρας χτυπώντας το στον βράχο.

γιακάς

noun (opening at top of garment) (κλειστό ρούχο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The neck of the shirt was too small.
Η λαιμόκοψη της μπλούζας ήταν πολύ μικρή.

λαιμός

noun (narrow part of a guitar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The neck of the electric guitar is made of maple.
Ο λαιμός της ηλεκτρικής κιθάρας είναι φτιαγμένος από σφένδαμο.

φιλιέμαι

intransitive verb (informal (hug and kiss)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The teens were seen necking behind the stadium seats.

μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου

expression (figurative (burden: mental or emotional) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού

verbal expression (fracture a neck bone)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chris ended up paralysed after breaking his neck in a motorcycle accident.

σκοτώνομαι

verbal expression (figurative (make effort) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This project is so much work; I've been breaking my neck all week and I still don't feel like I'm getting anywhere!

βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα

verbal expression (figurative (make effort) (καθομ: για να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We broke our necks to get our candidate elected.

ντραπέ λαιμόκοψη

noun (clothing: style of loose neckline)

Tania is knitting a sweater with a cowl neck.

με ντραπέ λαιμόκοψη

noun as adjective (having loose style of neckline)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cowl-neck dresses are very fashionable this year.

τεντώνω τον λαιμό μου

verbal expression (stretch your neck to see [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They craned their necks to try to get a glimpse of the princess.

λαιμόκοψη

noun (neckline: round)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The t-shirt had a crew neck as opposed to a V neck

ρούχο με λαιμόκοψη

noun (top: rounded neckline)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Because it was his day off, he threw on a crew neck instead of a collared shirt.

πιάσιμο

noun (neck cramp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've had a crick in my neck all day because I slept in an awkward position.

διανοητικά, ψυχολογικά, πνευματικά

adverb (informal (mentally, psychologically)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
From the neck up she's fine, but she has a lot of medical problems.

διανοητικά, ψυχολογικά, πνευματικά

adverb (with your mind, with thought)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
If you would do a little more work from the neck up, you would not have to sweat so hard.
Αν έκανες λίγη περισσότερη δουλειά πνευματικά, δε θα χρειαζόταν να ιδρώσεις τόσο πολύ.

δένει στο λαιμό

noun (clothing: strap around neck) (το ρούχο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This bikini has a halterneck.

με βραχεία κεφαλή

adjective (competitors: even)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
These two candidates are neck and neck for the job.

που δεν έχει προβάδισμα

adverb (competitors: even)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Until to the last lap, the horses were running neck and neck.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα δύο κόμματα εμφανίζονται ισόπαλα στις τελευταίες δημοσκοπήσεις.

περιλαίμιο

noun (sports: padded protector) (για προστασία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All ice hockey players should wear a neck guard to protect themselves.

λαιμός αρνιού

noun (cut of young sheep's meat)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I bought a neck of lamb to make a stew.

περιοχή

noun (figurative (area, locale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stop by and see me the next time you're in my neck of the woods.

λαιμός

noun (cowl or short scarf) (μεταφορικά: για ζέστη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This neck warmer is ideal for all outdoor activities.

μεταλλικό υποζύγιο

noun (for harnessing animals)

The farmer used a neck yoke to harness two oxen together.

γραβάτα

noun (US (tie worn around the neck)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I won't work in an office that requires me to wear a necktie.

κακός μπελάς, βραχνάς

noun (figurative, slang (source of annoyance) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Filling out the forms for my recent insurance claim was a real pain in the neck.
Το να συμπληρώσω τα έντυπα για την πρόσφατη αίτηση αποζημίωσης ήταν σκέτος βραχνάς.

ζιβάγκο

noun (UK (high turtleneck collar)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Irena's black jumper has a polo neck.

λαιμόκοψη ζιβάγκο

noun (mainly UK (collar: folded over)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
This sweater has a roll neck.

ζιβάγκο

adjective (mainly UK (garment: with folded collar)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Joseph bought a roll-neck jumper.

χαμηλή στρογγυλή λαιμόκοψη

(clothing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ρισκάρω

expression (do [sth] risky)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πιάσιμο στον αυχένα

noun (pain or difficulty moving one's neck)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After sitting near a draughty window I had a stiff neck.

γλυκάδι

noun (often plural (animal glands eaten as food) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ζιβάγκο

noun (rolled-down collar)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Sweaters with turtlenecks make Caleb feel constricted and uncomfortable.

ζιβάγκο

noun (informal (sweater with a rolled-down collar)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
With his turtleneck jumper, William looks like a 1950s intellectual.

λαιμόκοψη σε σχήμα V

noun (clothing: V-shaped neckline)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This pullover has a V neck.

μπλούζα με λαιμόκοψη σε σχήμα V

noun (top with a V neck)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Dave was wearing a V neck.

με λαιμόκοψη σε σχήμα V

noun as adjective (having a V neck)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I bought Sam a V-neck sweater for his birthday.

μπλούζα με V

noun (top with V-shaped neckline)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
These V-neck shirts are available in white or blue.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του neck στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του neck

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.