Τι σημαίνει το essential στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης essential στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του essential στο Αγγλικά.

Η λέξη essential στο Αγγλικά σημαίνει βασικός, ουσιώδης, στοιχειώδης, απαραίτητος, αναγκαίος, απαραίτητος, αναγκαίος, ουσιώδης, βασικός, ουσιαστικός, κύριος, απαραίτητη προϋπόθεση, τα βασικά, τα απαραίτητα, βασικά δεδομένα, αιθέριο έλαιο, απαραίτητος εργαζόμενος, απαραίτητη εργαζόμενη, επουσιώδης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης essential

βασικός, ουσιώδης, στοιχειώδης, απαραίτητος, αναγκαίος

adjective (strictly necessary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Please only bring essential supplies. It is essential that you attend this meeting.
Παρακαλώ να φέρετε μόνο τις απολύτως απαραίτητες προμήθειες.

απαραίτητος, αναγκαίος, ουσιώδης

verbal expression (be necessary for) (για κτ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
An atmosphere containing oxygen is essential for the maintenance of human life.
Μια ατμόσφαιρα που περιέχει οξυγόνο είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ανθρώπινης ζωής.

βασικός, ουσιαστικός, κύριος

adjective (basic, fundamental)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The essential purpose of a holiday is to relax.
Ο βασικός στόχος των διακοπών είναι να χαλαρώσεις.

απαραίτητη προϋπόθεση

noun ([sth] necessary)

Good knowledge of grammar is an essential in this job.
Η καλή γνώση της γραμματικής είναι απαραίτητη προϋπόθεση σ' αυτή τη δουλειά.

τα βασικά, τα απαραίτητα

plural noun (basics)

Some people in low-paid jobs cannot even afford essentials like food and heating.
Ορισμένοι που κάνουν κακοπληρωμένες δουλειές δεν έχουν χρήματα ούτε για τα απαραίτητα, όπως φαγητό και θέρμανση.

βασικά δεδομένα

plural noun (basic knowledge about [sth]) (βασική γνώση για κάτι)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
It is important that teenagers know the essential facts about birth control.

αιθέριο έλαιο

noun (oil: derived from plant)

Essential oils are made from aromatic plants.

απαραίτητος εργαζόμενος, απαραίτητη εργαζόμενη

noun ([sb] providing vital goods or services)

επουσιώδης

adjective (dispensable, not necessary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του essential στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του essential

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.