Τι σημαίνει το needed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης needed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του needed στο Αγγλικά.

Η λέξη needed στο Αγγλικά σημαίνει απαιτούμενος, απαραίτητος, αναγκαίος, χρειάζομαι, χρειάζομαι, πρέπει, πρέπει, χρειάζεται, πρέπει, χρειάζομαι, ανάγκη, ανάγκη για κτ, ανάγκη, ανάγκη, ανάγκες, χρειάζομαι, όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο, κάνω τα απαραίτητα, αχρείαστος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης needed

απαιτούμενος

adjective (required, necessary)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Nobody had brought the needed information, so the meeting was postponed.
Δεν έφερε κανείς τις απαιτούμενες (or: απαραίτητες) πληροφορίες και έτσι το μίτινγκ αναβλήθηκε.

απαραίτητος, αναγκαίος

adjective (person: valuable, wanted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
What I like about our relationship is that he really makes me feel needed.
Αυτό που μου αρέσει στη σχέση μας είναι πως με κάνει να νοιώθω ότι του είμαι απαραίτητη (or: αναγκαία).

χρειάζομαι

transitive verb (require)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The body needs food at regular intervals.
Το σώμα χρειάζεται τροφή σε τακτά χρονικά διαστήματα.

χρειάζομαι

transitive verb (lack, want)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The homeless shelter needs blankets.
Το άσυλο των αστέγων έχει ανάγκη από κουβέρτες.

πρέπει

verbal expression (find necessary) (να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
I need to go to the toilet.
Πρέπει να πάω στην τουαλέτα.

πρέπει

verbal expression (must) (να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
I need to help my parents move.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα χρειαστεί να καταθέσεις όσα είδες στην αστυνομία.

χρειάζεται, πρέπει

verbal expression (be obliged) (να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
You need not go to so much trouble for me.
Δεν χρειάζεται να μπεις σε τόσο κόπο για εμένα.

χρειάζομαι

verbal expression (informal (require)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
These pillowcases need washing.
Αυτές οι μαξιλαροθήκες θέλουν πλύσιμο.

ανάγκη

noun (necessity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A sense of belonging is a basic human need.
Η αίσθηση του να ανήκεις είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη.

ανάγκη για κτ

noun (requirement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There's a need for clear thinking if we're going to solve this problem. There's no need for that kind of language.
Για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα έχουν ανάγκη από καθαρό μυαλό.

ανάγκη

noun (poverty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The city is full of children in need.
Η πόλη είναι γεμάτη από παιδιά που έχουν ανάγκη.

ανάγκη

noun (difficulty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please help us in our hour of need.
Βοηθήστε μας σε αυτή την ώρα ανάγκης.

ανάγκες

plural noun (requirements)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Humans' principal needs are food, water and shelter.

χρειάζομαι

transitive verb (love, desire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need you, baby.

όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο

adverb (according to what is necessary)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Take the pain medication as needed.

κάνω τα απαραίτητα

verbal expression (take necessary action)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know you don't want to put her in a home, but you have got to do what is needed.

αχρείαστος

adjective (superfluous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του needed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του needed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.